σαγήνη: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(T22) |
(36) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=σαγηνης, ἡ ([[σάσσω]] to [[load]], [[fill]]), a [[large]] [[fishing-net]], a [[drag]]-[[net]] (Vulg. sagena (cf. English seine)), used in [[catching]] [[fish]] [[that]] [[swim]] in [[shoals]] (cf. B. D., [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Net; Trench, Synonyms, § lxiv.): Sept.; [[Plutarch]], solert. anim., p. 977f.; Lucian, pisc. 51; Tim. 22; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,14; Aelian h. a. 11,12; (βάλλειν σαγηνης Babrius fab. 4,1; 9,6).) | |txtha=σαγηνης, ἡ ([[σάσσω]] to [[load]], [[fill]]), a [[large]] [[fishing-net]], a [[drag]]-[[net]] (Vulg. sagena (cf. English seine)), used in [[catching]] [[fish]] [[that]] [[swim]] in [[shoals]] (cf. B. D., [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Net; Trench, Synonyms, § lxiv.): Sept.; [[Plutarch]], solert. anim., p. 977f.; Lucian, pisc. 51; Tim. 22; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,14; Aelian h. a. 11,12; (βάλλειν σαγηνης Babrius fab. 4,1; 9,6).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θέλγητρο]], [[γοητεία]] («η [[σαγήνη]] τών λόγων του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο αλιευτικό [[δίχτυ]] που ρίχνεται στη [[θάλασσα]] και [[μετά]] από ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῑς σαγήναις αὐτοῡ», ΠΔ.)<br /><b>2.</b> κυνηγετικό [[δίχτυ]]<br /><b>3.</b> ο [[υμένας]] που καλύπτει την [[κοιλιά]] και τα έντερα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] πλοίου του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού που έφερε [[πλήρωμα]] 40 [[ανδρών]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είδος]] αλιευτικού ή άλλου ιστιοφόρου πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>sagena</i>) και στη [[συνέχεια]] η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>seine</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
Cypr.ἁγάνα (v. ἄγανα and cf. σάγανα), ἡ,
A large drag-net for taking fish, seine, Ital. sagena, LXX Hb.1.15, al., Ev.Matt.13.47, Plu.2.169c, Luc.Tim.22, Pisc.51, etc.; σαγήνην βάλλειν Babr.4.1, 9.6; hunting-net, Id.43.8. 2 = ἐπίπλοος (c), Poll.2.169.
German (Pape)
[Seite 857] ἡ, ein großes Netz, mit dem viele Fische auf einmal gefangen werden können, das Ziehgarn oder Schleppnetz; Luc. Pisc. 51 u. öfter; Plut. u. a. Sp.; οἱ λίνα καὶ στάλικας καὶ σαγήνας περιβαλλόμενοι, S. Emp. adv. phys. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγήνη: ἡ, μέγα δίκτυον ὅπερ σύρεται πρὸς ἁλιείαν, Ἰταλ. sagena, Λουκ. Τίμ. 22, ἁλ. 51, Πλούτ. 169C, Καιν. Διαθ., κλ.· σαγήνην βάλλειν Βάβρ. 4. 1., 9. 6· - δίκτυον κυνηγετικόν, ὁ αὐτ. 43. 8.
2) = ἐπίπλοον, Πολυδ. Β΄, 169.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 seine, grand filet de pêcheur;
2 p. ext. filet de chasseur.
Étymologie: DELG terme techn. de substrat comme ἀπ-ήνη.
English (Strong)
from a derivative of satto (to equip) meaning furniture, especially a pack-saddle (which in the East is merely a bag of netted rope); a "seine" for fishing: net.
English (Thayer)
σαγηνης, ἡ (σάσσω to load, fill), a large fishing-net, a drag-net (Vulg. sagena (cf. English seine)), used in catching fish that swim in shoals (cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Net; Trench, Synonyms, § lxiv.): Sept.; Plutarch, solert. anim., p. 977f.; Lucian, pisc. 51; Tim. 22; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,14; Aelian h. a. 11,12; (βάλλειν σαγηνης Babrius fab. 4,1; 9,6).)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Α
νεοελλ.
θέλγητρο, γοητεία («η σαγήνη τών λόγων του»)
αρχ.
1. μεγάλο αλιευτικό δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μετά από ένα χρονικό διάστημα μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῑς σαγήναις αὐτοῡ», ΠΔ.)
2. κυνηγετικό δίχτυ
3. ο υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα έντερα
μσν.
1. είδος πλοίου του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού που έφερε πλήρωμα 40 ανδρών
2. (κατ' επέκτ.) είδος αλιευτικού ή άλλου ιστιοφόρου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sagena) και στη συνέχεια η Γαλλική (πρβλ. γαλλ. seine)].