ἁπλῶς: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
(T22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=adverb (from [[Aeschylus]] [[down]]), [[simply]], [[openly]], [[frankly]], [[sincerely]]: James 1:5 (led [[solely]] by his [[desire]] to [[bless]]).
|txtha=adverb (from [[Aeschylus]] [[down]]), [[simply]], [[openly]], [[frankly]], [[sincerely]]: James 1:5 (led [[solely]] by his [[desire]] to [[bless]]).
}}
{{grml
|mltxt=και απλά (AM [[ἁπλῶς]]) <b>επίρρ.</b><br />απλά, [[φυσικά]], απονήρευτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] ένα και μόνο τρόπο<br /><b>2.</b> αφελώς, [[χωρίς]] [[επιτήδευση]], ειλικρινά, [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> απόλυτα, ανεξαίρετα.
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπλῶς Medium diacritics: ἁπλῶς Low diacritics: απλώς Capitals: ΑΠΛΩΣ
Transliteration A: haplō̂s Transliteration B: haplōs Transliteration C: aplos Beta Code: a(plw=s

English (LSJ)

Adv. of ἁπλοῦς,

   A singly, in one way, μένειν ἁ. ἐν τῇ αὑτοῦ μορφῇ Pl.R.381c, etc.; ἁ. λέγεσθαι in one sense, opp. πολλαχῶς, Arist.Top.158b10; ἁ. λεγόμενα, opp. συμπλεκόμενα, Id.Metaph.1014a19, cf. Ph.195b15; opp. κατ' ἀλλήλων λέγεσθαι, without distinction of subject and predicate, Metaph.1041b1; ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁ. παντοδαπῶς δὲ κακοί Poët. ap. EN1106b35, etc.    II simply, plainly, ἀλλ' ἁ. φράσον A.Supp.464; ἁ. τι φράζουσ' Id.Ch.121; ἁ. εἰπεῖν Isoc.4.154; λαλεῖν Anaxil.22.23.    b openly, frankly, Isoc.3.52, X.HG4.1.37; in good faith, D.18.308, etc.: in bad sense, ἁ. ἔχειν to be a simpleton, Isoc.4.16.    c in its natural state, uncooked, of food, Jul.Or.6.192b.    2 simply, absolutely, ἁ. ἀδύνατον Th.3.45; τῶν νεῶν κατέδυ οὐδεμία ἁ. no ship was absolutely sunk (though some were disabled), Id.7.34; ἁ. οὐδὲ ἕν . . συνίημι Philem.123; ὅσ' ἐστὶν ἀγαθὰ . . ἁ. simply all the good things there are, Ar.Ach.873; ἔδωκ' ἐμαυτὸν ὑμῖν ἁ. D. 18.179; . absolutely, opp. κατά τι (relatively), Arist.Top.115b12; opp. πρός τι, APr.41a5; opp. πρὸς ἡμᾶς, APo.72a3; opp. τινί, Top. 116a21; ἁ. βαρύ, κοῦφον, μαλακόν, etc., Cael.311a17,27, Mete.386b32, al.; τὸ ἁ. καλόν, τὸ ἁ. ἀγαθόν, etc., EN1136b22, 1134b4, al.; opp. ὁτιοῦν (in some particular), Pol.1301a29; strengthd. ἁ. οὕτως Pl. Grg.468c, D.21.99; τὴν ἁ. δίκην absolute, strict justice, opp. τοὐπιεικές and χάρις, S.Fr.770; ἡ τελεία καὶ ἁ. κακία Arist.EN1138a33; τὸ ἁ. the absolute, Dam.Pr.5: Comp. ἁπλούστερον Is.4.2; -τερως Str.6.2.4: Sup. ἁπλούστατα Pl.Lg.921b.    3 in a word, E.Rh.851, X.Cyr.1.6.33, Mem.1.3.2, etc.    4 generally, opp. σαφέστερον, Arist.Pol.1341b39, al.; ὡς ἁ. εἰπεῖν ib. 1285a31, EN1115a8, al.; ἁ. δηλῶσαι Hell.Oxy.11.4; τὸν ἀκριβῶς ἐπιστάμενον λέγειν ἁ. οὐκ ἂν δυνάμενον εἰπεῖν Isoc.4.11, cf. Demetr.Eloc.100,243: in bad sense, loosely, superficially, λίαν ἁ. Arist.Metaph.987a21, GA756b17, al.; οὐχ ἁ. φέρειν not lightly, E.IA899.    5 foolishly, Plu.2.72b.

German (Pape)

[Seite 293] adv. zu ἁπλόος, einfach, schlicht, λέγειν, dem ἀκριβῶς entgegengesetzt, Isocr. 4, 11; vgl. 154; λίαν ἁπλῶς ἔχειν 4, 18; ohne Ausnahme, schlechthin, unbedingt; ἁπλῶς οὕτως, oft bei Plat., z. B. Prot. 351 d; οὕτως ἁπλῶς Rep. 551 a; ὁ τὸν νόμον τιθεὶς ἁπλῶς εἶπε Dem. 19, 7, Ggstz οὐ διώρισε; bestimmt, καὶ ἀτεχνῶς Plat Phaed. 100 d; – Pol. u. Sp. ἁπλῶς οὐ, durchaus nicht, 1, 4, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλῶς: ἐπίρρ. τοῦ ἁπλοῦς Λατ. simpliciter, κατὰ ἕνα μόνον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 381C, κτλ.· ἁπλῶς λέγεσθαι, κατὰ μίαν ἔννοιαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολλαχῶς, πλεοναχῶς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 2· ἐσθλοὶ μὲν γάρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 14, κτλ. ΙΙ. ἁπλῶς, ἀφελῶς, ἄνευ περιστροφῶν, φανερῶς, «καθαρά», ἀλλ’ ἁπλῶς φράσον Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· ἁπλῶς τι φράζουσ’ (πρβλ. ἁπλωστὶ) ὁ αὐτ. Χο. 121· ἁπλῶς εἰπεῖν Ἰσοκρ. 72Ε· λαλεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 23· ἁπλῶς καὶ ἀσκέπτως λέγειν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 6, 2. β) φανερῶς, ἐλευθέρως, μετὰ παρρησίας, Ἰσοκρ. 37D, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1. 37· καλῇ τῇ πίστει, Δημ. 328. 3, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἁπλῶς ἔχειν, ἠλίθιον εἶναι, Ἰσοκρ. 44Α· πρβλ. ἁπλόος ΙΙ. γ. 2) ἁπλῶς, ἀπολύτως ἄνευ ἐξαιρέσεως, ἁπλῶς ἀδύνατον Θουκ. 3. 45· τῶν νεῶν κατέδυ οὐδεμία ἁπλῶς, ἀπολύτως οὐδεμία, ὁ αὐτ. 7. 34· ἁπλῶς οὐδέ ἕν…, συνίημι Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 40 β· ὅσ’ ἐστὶν ἀγαθὰ Βοιωτοῖς ἁπλῶς, πάντα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀγαθὰ ὅσα ἔχουσιν οἱ Βοιωτοί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 873· ἔδωκ’ ἐμαυτὸν ὑμῖν ἁπλῶς Δημ. 288. 12. ἁπλῶς ἠτίμωται Δημ. 547 (πρβλ. καθάπαξἁπλῶς, ἀπολύτως, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κατὰ τι (σχετικῶς), Ἀριστ. Τοπ. 2. 11, 4, προσέτι, ἁπλῶς βαρύ, κοῦφον, μαλακόν, κτλ., ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 4, 1, Μετεωρ. 4. 9, 20 κ. ἀλλ.· τὸ ἁπλῶς καλόν, τὸ ἁπ. άγαθόν, κτλ., ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 9, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁτιοῦν (κατὰ τι ἱδιαιτέρως), ὁ αὐτ. Πολιτικ. 5. 1, 3· ὡσαύτως ἐπιτεταμένον, ἁπλῶς οὔτως Πλάτ. Γοργ. 468Β· τὴν ἁπλῶς δίκην, ἀπόλυτον, αὐστηρὰν δικαιοσύνην, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ τοὐπιεικές καὶ τὸ χάρις, Σοφ. Ἀποσπ. 709· ἡ τελεία καὶ ἁπλῶς κακία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 11, 7: - συγκρ. ἁπλούστερον Ἰσαῖος 46. 32· -τέρως Στράβ. 255· ὑπερθ. ἁπλούστατα Πλάτ. Νόμ. 921Β. 3) ἐν συνόλῳ, συνελόντι εἰπεῖν, Λατ. denigne, Εὐρ. Ρῆσ. 851, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 33, Ἀπομν. 1. 3, 2, κτλ. 4) ἐν γένει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ σαφῶς, ἀκριβῶς, ὡρισμένως, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 3, κ. ἀλλ. ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν αὐτόθι 3. 14, 8, Ἠθ. Ν. 3. 6, 2 κ. ἀλλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασ. ἐπιπολαίως, χαλαρῶς, Ἰσοκρ. 43Β, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 16, κ. ἀλλ.· οὐχ ἁπλ. φέρειν, οὐχὶ ἐλαφρῶς, Εὐρ. Ι. Α. 899· ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε Μάξιμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 342D.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. simplement;
II. fig. 1 tout uniment, tout bonnement;
2 sans détours, franchement ; en mauv. part naïvement;
3 en un mot : ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ISOCR pour tout dire en un mot;
4 sans recherche, sans art ; en mauv. part superficiellement;
Cp. ἁπλουστέρως ou ἁπλούστερον, Sp. ἁπλούστατα.
Étymologie: ἁπλόος.

Spanish (DGE)

v. ἁπλόος B.

English (Strong)

adverb from ἁπλοῦς (in the objective sense of ἁπλότης); bountifully; --liberally.

English (Thayer)

adverb (from Aeschylus down), simply, openly, frankly, sincerely: James 1:5 (led solely by his desire to bless).

Greek Monolingual

και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ.
απλά, φυσικά, απονήρευτα
αρχ.
1. κατά ένα και μόνο τρόπο
2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά
3. απόλυτα, ανεξαίρετα.