ὄρθρος: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(T22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὄρθρου, ὁ (from ὈΡΩ, [[ὄρνυμι]] to [[stir]] up, [[rouse]]; cf. Latin orior, ortus), from [[Hesiod]] [[down]]; the Sept. for שַׁחַר [[dawn]], and [[several]] times for בֹּקֶר; daybreak, [[dawn]]: ὄρθρου βαθέος or [[βαθέως]] ([[see]] [[βαθέως]] and [[βαθύς]] (on the genitive cf. Winer s Grammar, § 30,11; Buttmann, § 132,26)), at [[early]] [[dawn]], ὄρθρου, at daybreak, at [[dawn]], [[early]] in the [[morning]], [[Hesiod]], Works, 575; the Sept. [[ὑπό]] [[τόν]] ὄρθρον, [[Dio]] Cassius, 76,17). | |txtha=ὄρθρου, ὁ (from ὈΡΩ, [[ὄρνυμι]] to [[stir]] up, [[rouse]]; cf. Latin orior, ortus), from [[Hesiod]] [[down]]; the Sept. for שַׁחַר [[dawn]], and [[several]] times for בֹּקֶר; daybreak, [[dawn]]: ὄρθρου βαθέος or [[βαθέως]] ([[see]] [[βαθέως]] and [[βαθύς]] (on the genitive cf. Winer s Grammar, § 30,11; Buttmann, § 132,26)), at [[early]] [[dawn]], ὄρθρου, at daybreak, at [[dawn]], [[early]] in the [[morning]], [[Hesiod]], Works, 575; the Sept. [[ὑπό]] [[τόν]] ὄρθρον, [[Dio]] Cassius, 76,17). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄρθρος:''' ὁ, [[χάραμα]], [[αυγή]], [[λάλημα]] πετεινού, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.· <i>ὄρθρου</i>, την [[αυγή]], σε Ησίοδ.· <i>ὄρθρου γενομένου</i>, σε Ηρόδ.· [[ἅμα]] ὄρθρῳ, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, <i>τὸν ὄρθρον</i>, απόλ., το [[πρωί]], στον ίδ.· <i>δι' ὄρθρων</i>, [[νωρίς]] το [[πρωί]] [[κάθε]] [[μέρα]], σε Ευρ.· [[ὄρθρος]] [[βαθύς]], [[νωρίς]] την [[αυγή]], ακριβώς [[πριν]] το [[χάραμα]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A the time just before or about daybreak, dawn, cock-crow (ἀπ' ὄρθρου μέχρι περ ἂν ἥλιος ἀνάσχῃ Pl.Lg.951d), τάχα δ' ὄ. ἐγίγνετο δημιοεργός h.Merc.98 ; ἐπειδὰν ὄ. ᾖ Ar.Ach.256, cf. Av.496, etc. ; ὄρθρου at dawn, Hes.Op.577, Sopat.25, Aristopho 10 ; ὄρθρου γενομένου Hdt.1.198 ; ἅμα ὄρθρῳ Id.7.188, Th.3.112, etc. ; ἐς ὄρθρον Theoc.18.56, cf. X.Cyn.6.6 ; κατ' ὄρθρον Ar.V.772 ; περὶ ὄρθρον Th.6.101 (cf. περίορθρος) ; πρὸς ὄρθρον towards dawn, Ar.Lys.1089 ; πρὸς ὄρθρον γ' ἐστίν Id.Ec.20 ; ὑπ' ὄρθρον Batr.103 ; ὑπὸ τὸν ὄ. D.C.76.17 ; τὸν ὄ., abs., in the morning, Hdt.4.181 ; δι' ὄρθρων each morning early, E.El. 909 ; ὄ. βαθύς dim morning twilight, ἀλλὰ νῦν ὄ. β. Ar.V.216, cf. Pl. Cri.43a, Theoc.18.14 ; τῆς παρελθούσης νυκτὸς... ἔτι βαθέος ὄ. Pl.Prt. 310a, cf. Ev.Luc.24.1. II Ὄρθρος, ὁ, a mythical dog, son of Typhaon and Echidna, that kept the herds of Geryoneus on the island Erytheia, and was there killed by Heracles, Hes.Th.309, cf. 293 (v.l. Ὄρθος).
German (Pape)
[Seite 377] ὁ (ὄρνυμι), der frühe Morgen, die Zeit vor und um Tagesanbruch, wo die Sonne aufgeht, die Menschen und Thiere sich von ihren Lagern erheben; Hes. O. 579; H. h. Merc. 98; ὑπ' ὄρθρον, Batrach. 102; δι' ὄρθρων, Eur. El. 909; κατ' ὄρθρον, πρὸς ὄρθρον, Ar. Vesp. 772 Eccl. 20; ἅμα τῷ ὄρθρῳ, Thuc. 3, 112, wie Her. 7, 188; ὄρθρος βαθύς, sehr früher Morgen, Ar. Vesp. 216 Plat. Criton. 43 a Prot. 310 a; ἀπ' ὄρθρου μέχρι περ ἂν ἥλιος ἀνίσχῃ, Legg. XII, 951 d; Folgde, ἐξ ὄρθρου Pol. 3, 73, 3, τὸν ὄρθρον, am Morgen, 12, 26, 1; bei B. A. wird ὄρθρος bestimmt als ἡ ὥρα τῆς νυκτός, καθ' ἣν ἀλεκτρυόνες ᾄδουσιν, ἄρχεται δὲ ἐνάτης ὥρας καὶ τελευτᾷ εἰς διαγελῶσαν ἡμέραν.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρθρος: ὁ, ὁ ὀλίγον πρὸ τῆς ἕω χρόνος, μικρὸν πρὸ τῆς αὐγῆς, (ἀπ’ ὄρθρου μέχρι περ ἄν ἥλιος ἀνίσχῃ Πλάτ. Νόμ. 951D)· τάχα δ’ ὄρθρος ἐγίγνετο δημιοεργὸς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 98, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 8· ἐπειδὰν ὄ. ᾖ Ἀριστοφ. Ἀχ. 256, πρβλ. Ὄρν. 496, κτλ.· ὄρθρου, κατὰ τὸν ὄρθρον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 575· ὄρθρου γενομένου Ἡρόδ. 1. 196· ἅμα ὄρθρῳ ὁ αὐτ. 7. 188, Θουκ. 3. 112, κτλ.· ἐς ὄρθρον Θεοκρ. 18. 56, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6, 6· κατ’ ὄρθρον Ἀριστοφ. Σφῆκ. 772· περὶ ὄρθρον Θουκ. 6. 101 (πρβλ. περίορθρος)· πρὸς ὄρθρον Ἀριστοφ. Λυσ. 2089· πρὸς ὄρθρον γ’ ἐστὶν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 20· οὕτως, ὑπ’ ὄρθρον Βατραχομυομ. 103. ὑπὸ τὸν ὄ. Δίων Κ. 76. 17· τὸν ὄρθρον, ἀπολ., ἐνωρίς, τὸ πρωΐ, Ἡρόδ. 4. 181· δι’ ὄρθρων, πᾶσαν πρωΐαν ἐνωρίς, Εὐρ. Ἠλ. 909 ― ὄρθρος βαθύς, λίαν πρωΐ, πρὸ τῆς αὐγῆς, ἀλλὰ νῦν ὄ. βαθὺς Ἀριστοφ. Σφῆκ. 216, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 43Α· τῆς παρελθούσης νυκτός …, ἔτι βαθέος ὄρθρου ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 310Α. ΙΙ. Ὄρθρος, ὁ, μυθικός τις κύων, υἱὸς τοῦ Τυφῶνος καὶ τῆς Ἐχίδνης, φυλάττων τὰς ἀγέλας τοῦ Γηρυόνου ἐπὶ τῆς νήσου Ἐρυθείας, ἔνθα καὶ ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους, Ἡσ. Θεογ. 309, πρβλ. 293.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
point du jour, aurore : ὄρθρος βαθύς AR la première aurore, le jour naissant, le petit jour ; περὶ ὄρθρον THC, κατ’ ὄρθρον AR, πρὸς ὄρθρον AR, τὸ πρὸς ὄρθρον XÉN au point du jour ; ὄρθρου, τὸν ὄρθρον HDT m. sign. ; ἅμα ὄρθρῳ HDT avec le jour naissant.
Étymologie: R. Ὀρ, se lever ; v. ὄρνυμι.
English (Strong)
from the same as ὄρος; dawn (as sun-rise, rising of light); by extension, morn: early in the morning.
English (Thayer)
ὄρθρου, ὁ (from ὈΡΩ, ὄρνυμι to stir up, rouse; cf. Latin orior, ortus), from Hesiod down; the Sept. for שַׁחַר dawn, and several times for בֹּקֶר; daybreak, dawn: ὄρθρου βαθέος or βαθέως (see βαθέως and βαθύς (on the genitive cf. Winer s Grammar, § 30,11; Buttmann, § 132,26)), at early dawn, ὄρθρου, at daybreak, at dawn, early in the morning, Hesiod, Works, 575; the Sept. ὑπό τόν ὄρθρον, Dio Cassius, 76,17).
Greek Monotonic
ὄρθρος: ὁ, χάραμα, αυγή, λάλημα πετεινού, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.· ὄρθρου, την αυγή, σε Ησίοδ.· ὄρθρου γενομένου, σε Ηρόδ.· ἅμα ὄρθρῳ, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, τὸν ὄρθρον, απόλ., το πρωί, στον ίδ.· δι' ὄρθρων, νωρίς το πρωί κάθε μέρα, σε Ευρ.· ὄρθρος βαθύς, νωρίς την αυγή, ακριβώς πριν το χάραμα, σε Αριστοφ., Πλάτ.