χριστιανός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(47b)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. χριστιανή, ΝΜΑ, και ως επίθ. [[χριστιανός]], -ή, -όν, ΜΑ<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[πιστός]] που ασπάζεται τον χριστιανισμό, που πιστεύει στη [[θρησκεία]] του Ιησού Χριστού (α. «[[χριστιανός]] [[ορθόδοξος]]» β. «[[χριστιανός]] [[ρωμαιοκαθολικός]]» γ. «[[χριστιανός]] διαμαρτυρόμενος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[επιεικής]], [[πράος]], [[φιλάνθρωπος]] («[[είναι]] [[χριστιανός]], [[πάντα]] [[κοντά]] στους φτωχούς και τους αρρώστους»)<br />β) ([[συχνά]] σε φράσεις που δηλώνουν [[δυσφορία]]) [[άνθρωπος]] (α. «άφησέ με χριστιανέ μου να [[κάνω]] τη δουλειά μου» β. «τί θέλει ο [[χριστιανός]] και σέ ενοχλεί;»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αν είσαι [[χριστιανός]]» — αν πιστεύεις στον Χριστό, για όνομα του Θεού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χριστιανοί του αγίου Θωμά»<br /><b>εκκλ.</b> οι θωμαϊστές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που αρμόζει στον πιστό του Χριστού και της διδασκαλίας του, [[χριστιανικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χριστιανῶς</i> ΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> όπως αρμόζει σε χριστιανό, [[χριστιανικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χριστός]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιανός</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>ανός</i>].
|mltxt=ο, θηλ. χριστιανή, ΝΜΑ, και ως επίθ. [[χριστιανός]], -ή, -όν, ΜΑ<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[πιστός]] που ασπάζεται τον χριστιανισμό, που πιστεύει στη [[θρησκεία]] του Ιησού Χριστού (α. «[[χριστιανός]] [[ορθόδοξος]]» β. «[[χριστιανός]] [[ρωμαιοκαθολικός]]» γ. «[[χριστιανός]] διαμαρτυρόμενος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[επιεικής]], [[πράος]], [[φιλάνθρωπος]] («[[είναι]] [[χριστιανός]], [[πάντα]] [[κοντά]] στους φτωχούς και τους αρρώστους»)<br />β) ([[συχνά]] σε φράσεις που δηλώνουν [[δυσφορία]]) [[άνθρωπος]] (α. «άφησέ με χριστιανέ μου να [[κάνω]] τη δουλειά μου» β. «τί θέλει ο [[χριστιανός]] και σέ ενοχλεί;»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αν είσαι [[χριστιανός]]» — αν πιστεύεις στον Χριστό, για όνομα του Θεού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χριστιανοί του αγίου Θωμά»<br /><b>εκκλ.</b> οι θωμαϊστές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που αρμόζει στον πιστό του Χριστού και της διδασκαλίας του, [[χριστιανικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χριστιανῶς</i> ΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> όπως αρμόζει σε χριστιανό, [[χριστιανικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χριστός]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιανός</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>ανός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''χριστιᾱνός:''' ὁ христианин Luc., NT, Anth.
}}
}}

Revision as of 06:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χριστιᾱνός Medium diacritics: χριστιανός Low diacritics: χριστιανός Capitals: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Transliteration A: christianós Transliteration B: christianos Transliteration C: christianos Beta Code: xristiano/s

English (LSJ)

ὁ,

   A Christian, Act.Ap.11.26, 26.28, 1 Ep.Pet.4.16, etc. Adv. -νῶς, ζῆν Porph. ap. Eus.PE6.19.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, der Anhänger der christlichen Lehre, der Christ, K. S.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chrétien.
Étymologie: χριστός.

Greek Monolingual

ο, θηλ. χριστιανή, ΝΜΑ, και ως επίθ. χριστιανός, -ή, -όν, ΜΑ
ως ουσ. ο πιστός που ασπάζεται τον χριστιανισμό, που πιστεύει στη θρησκεία του Ιησού Χριστού (α. «χριστιανός ορθόδοξος» β. «χριστιανός ρωμαιοκαθολικός» γ. «χριστιανός διαμαρτυρόμενος»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) επιεικής, πράος, φιλάνθρωποςείναι χριστιανός, πάντα κοντά στους φτωχούς και τους αρρώστους»)
β) (συχνά σε φράσεις που δηλώνουν δυσφορία) άνθρωπος (α. «άφησέ με χριστιανέ μου να κάνω τη δουλειά μου» β. «τί θέλει ο χριστιανός και σέ ενοχλεί;»)
2. φρ. «αν είσαι χριστιανός» — αν πιστεύεις στον Χριστό, για όνομα του Θεού
νεοελλ.-μσν.
φρ. «χριστιανοί του αγίου Θωμά»
εκκλ. οι θωμαϊστές
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που αρμόζει στον πιστό του Χριστού και της διδασκαλίας του, χριστιανικός.
επίρρ...
χριστιανῶς ΜΑ
εκκλ. όπως αρμόζει σε χριστιανό, χριστιανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός (< χριστός) + κατάλ. -ιανός (βλ. λ. -ανός].

Russian (Dvoretsky)

χριστιᾱνός: ὁ христианин Luc., NT, Anth.