διάζομαι: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[colocar la urdimbre en el telar]], [[comenzar el tejido]] ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς [[αὐτοῦ]] ref. a Sansón, LXX <i>Id</i>.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores</i> LXX <i>Is</i>.19.10, Sch.Ar.<i>Au</i>.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. [[ᾆσμα]].<br /><b class="num">2</b> fig. [[urdir]], [[configurar]] ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.<i>Ps</i>.138.13.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. sobre la r. que da lugar a [[ἄττομαι]] q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[colocar la urdimbre en el telar]], [[comenzar el tejido]] ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς [[αὐτοῦ]] ref. a Sansón, LXX <i>Id</i>.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores</i> LXX <i>Is</i>.19.10, Sch.Ar.<i>Au</i>.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. [[ᾆσμα]].<br /><b class="num">2</b> fig. [[urdir]], [[configurar]] ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.<i>Ps</i>.138.13.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. sobre la r. que da lugar a [[ἄττομαι]] q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[διάζομαι]])<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]] το [[στημόνι]] για τον αργαλειό<br /><b>2.</b> επείγομαι, βιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[διευθετώ]] στον ιστό τον στήμονα, [[αρχίζω]] να [[υφαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άττομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άτ</i>-<i>ψομαι</i>). Ο τ. [[διάζομαι]] σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα ρήματα σε -<i>ζω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
A set the warp in the loom, i.e. begin the web, Nicopho5; opp. προφορεῖσθαι τὸν στήμονα, Sch.Ar.Av.4; cf. δίασμα: διέζετο (post διαείδεται) · διεσχίζετο, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διάζομαι: ἀποθ., τοποθετῶ, τακτοποιῶ τὸν στήμονα εἰς τὸν ἱστὸν («ἐργαλειό»), ἀρχίζω νά ὑφαίνω (κοιν. «διάζομαι»), Νικοφ. Πανδωρ. 1· ἀντίθ., προφορεῖσθαι τὸν στήμονα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 4· -πρβλ. δίασμα, ἄττομαι.
Spanish (DGE)
1 colocar la urdimbre en el telar, comenzar el tejido ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ref. a Sansón, LXX Id.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores LXX Is.19.10, Sch.Ar.Au.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. ᾆσμα.
2 fig. urdir, configurar ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.Ps.138.13.
• Etimología: Comp. sobre la r. que da lugar a ἄττομαι q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω.
Greek Monolingual
(AM διάζομαι)
1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό
2. επείγομαι, βιάζομαι
αρχ.
διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< άτ-ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε -ζω].