ἁλίς: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅλις]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] σωρούς, [[σωρηδόν]], σε [[αφθονία]] και με [[τροποποίηση]] της αρχικής έννοιας «ικανοποιητικά», «αρκετά» (στον Όμ. συνδέεται ιδιαίτερα με [[ρήμα]], [[συχνά]] και με ουσιαστικό ή [[επίθετο]]<br />σπάνια συνδέεται με ουσιαστικό ή [[επίθετο]] στην αττ. διάλεκτο)<br /><b>2.</b> (ως απρόσωπη [[έκφραση]] [[ἅλις]] (εννοείται <i>ἐστί</i>), [[είναι]] αρκετό, αρκεί<br /><b>3.</b> (στους Αττικούς με γενική πράγματος) [[ἅλις]] τινός</i>, αρκετό [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>4.</b> [[συχνά]] ως [[κατακλείδα]] συζητήσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίο ποιητικό [[επίρρημα]], που απαντά [[επίσης]] στους Ηρόδοτο, Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Η επιρρηματική κατάλ. -<i>ις</i> (που υπάρχει [[επίσης]] και στους επιρρηματικούς τ. [[μόγις]], [[μόλις]] «με κόπο, [[μόλις]] και [[μετά]] βίας», [[χωρίς]] <b>κ.λπ.</b>) ανάγεται [[συνήθως]] σε παλαιότερο τ. ονομαστικής ουσιαστικού ( [[ἅλις]] «[[συσσώρευση]]») ή επιθέτου ( [[ἅλις]] «συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος»). Το κύριο όνομα <i>Fαλίδιος</i>, η [[γλώσσα]] του Ησύχιου, <i>γάλι</i> «ικανόν», [[καθώς]] και το ομηρικό [[μέτρο]] επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρχικού <i>F</i> στη λ. Με [[βάση]] τη [[σημασία]] της και την ύπαρξη αρχικού <i>F</i>, η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[εἴλω]] «[[περισφίγγω]], [[συμπιέζω]], [[συνωθώ]]», [[καθώς]] και με τα επίθ. [[ἁλής]], [[ἀολλής]] «[[αθρόος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλίφρων]]]. | |mltxt=[[ἅλις]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] σωρούς, [[σωρηδόν]], σε [[αφθονία]] και με [[τροποποίηση]] της αρχικής έννοιας «ικανοποιητικά», «αρκετά» (στον Όμ. συνδέεται ιδιαίτερα με [[ρήμα]], [[συχνά]] και με ουσιαστικό ή [[επίθετο]]<br />σπάνια συνδέεται με ουσιαστικό ή [[επίθετο]] στην αττ. διάλεκτο)<br /><b>2.</b> (ως απρόσωπη [[έκφραση]] [[ἅλις]] (εννοείται <i>ἐστί</i>), [[είναι]] αρκετό, αρκεί<br /><b>3.</b> (στους Αττικούς με γενική πράγματος) [[ἅλις]] τινός</i>, αρκετό [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>4.</b> [[συχνά]] ως [[κατακλείδα]] συζητήσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίο ποιητικό [[επίρρημα]], που απαντά [[επίσης]] στους Ηρόδοτο, Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Η επιρρηματική κατάλ. -<i>ις</i> (που υπάρχει [[επίσης]] και στους επιρρηματικούς τ. [[μόγις]], [[μόλις]] «με κόπο, [[μόλις]] και [[μετά]] βίας», [[χωρίς]] <b>κ.λπ.</b>) ανάγεται [[συνήθως]] σε παλαιότερο τ. ονομαστικής ουσιαστικού ( [[ἅλις]] «[[συσσώρευση]]») ή επιθέτου ( [[ἅλις]] «συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος»). Το κύριο όνομα <i>Fαλίδιος</i>, η [[γλώσσα]] του Ησύχιου, <i>γάλι</i> «ικανόν», [[καθώς]] και το ομηρικό [[μέτρο]] επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρχικού <i>F</i> στη λ. Με [[βάση]] τη [[σημασία]] της και την ύπαρξη αρχικού <i>F</i>, η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[εἴλω]] «[[περισφίγγω]], [[συμπιέζω]], [[συνωθώ]]», [[καθώς]] και με τα επίθ. [[ἁλής]], [[ἀολλής]] «[[αθρόος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλίφρων]]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁλίς]] (-[[ίδος]]), η (Μ) [[ἅλς]]<br /><b>1.</b> αλμυρό [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] αλμυρό, [[αλμύρα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] κράμβης. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ἅλς)
A = ἁλμυρίς, Eust.706.56.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίς: -ίδος, ἡ (ἅλς), = ἁλμυρίς, Εὐστ. 706. 56.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ salazón Eust.906.56.
Greek Monolingual
ἅλις επίρρ. (Α)
1. κατά σωρούς, σωρηδόν, σε αφθονία και με τροποποίηση της αρχικής έννοιας «ικανοποιητικά», «αρκετά» (στον Όμ. συνδέεται ιδιαίτερα με ρήμα, συχνά και με ουσιαστικό ή επίθετο
σπάνια συνδέεται με ουσιαστικό ή επίθετο στην αττ. διάλεκτο)
2. (ως απρόσωπη έκφραση ἅλις (εννοείται ἐστί), είναι αρκετό, αρκεί
3. (στους Αττικούς με γενική πράγματος) ἅλις τινός, αρκετό μέρος από κάποιο πράγμα
4. συχνά ως κατακλείδα συζητήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ποιητικό επίρρημα, που απαντά επίσης στους Ηρόδοτο, Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Η επιρρηματική κατάλ. -ις (που υπάρχει επίσης και στους επιρρηματικούς τ. μόγις, μόλις «με κόπο, μόλις και μετά βίας», χωρίς κ.λπ.) ανάγεται συνήθως σε παλαιότερο τ. ονομαστικής ουσιαστικού ( ἅλις «συσσώρευση») ή επιθέτου ( ἅλις «συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος»). Το κύριο όνομα Fαλίδιος, η γλώσσα του Ησύχιου, γάλι «ικανόν», καθώς και το ομηρικό μέτρο επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρχικού F στη λ. Με βάση τη σημασία της και την ύπαρξη αρχικού F, η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. εἴλω «περισφίγγω, συμπιέζω, συνωθώ», καθώς και με τα επίθ. ἁλής, ἀολλής «αθρόος».
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλίφρων].
Greek Monolingual
ἁλίς (-ίδος), η (Μ) ἅλς
1. αλμυρό έδαφος
2. καθετί αλμυρό, αλμύρα
3. είδος κράμβης.