ἀναμάρτητος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(T22)
(3)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀναμάρτητον (from ἄν, the alpha privative, and the [[form]] [[ἁμαρτέω]]), [[sinless]], [[both]] [[one]] [[who]] has [[not]] sinned, and [[one]] [[who]] cannot [[sin]]. In the [[former]] [[sense]] in Test. xii. Patr. [[test]]. Benj. § 3). On the [[use]] of [[this]] [[word]] from [[Herodotus]] [[down]], cf. Ullmann, Sündlosigkeit Jesu, p. 91 f ([[abridged]] in) English translation, p. 99; Cremer, [[under]] the [[word]]).
|txtha=ἀναμάρτητον (from ἄν, the alpha privative, and the [[form]] [[ἁμαρτέω]]), [[sinless]], [[both]] [[one]] [[who]] has [[not]] sinned, and [[one]] [[who]] cannot [[sin]]. In the [[former]] [[sense]] in Test. xii. Patr. [[test]]. Benj. § 3). On the [[use]] of [[this]] [[word]] from [[Herodotus]] [[down]], cf. Ullmann, Sündlosigkeit Jesu, p. 91 f ([[abridged]] in) English translation, p. 99; Cremer, [[under]] the [[word]]).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναμάρτητος]], -ον) [[ἁμαρτάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, [[άμεμπτος]], [[ανεπίληπτος]], [[αγνός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κάνει [[ποτέ]] λάθη, [[αλάθητος]], [[αλάνθαστος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αναμάρτητο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[αναμαρτησία]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει λυτρωθεί από την [[αμαρτία]] με τη [[μετάνοια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που δεν έγινε από [[λάθος]], που έγινε αναπόφευκτα<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) <i>τὸ ἀναμαρτητότατον</i> η [[αναμαρτησία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀναμάρτητος]] [[πρός]] τινα», αυτός που δεν έχει κάνει [[κακό]] σε κανέναν.
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμάρτητος Medium diacritics: ἀναμάρτητος Low diacritics: αναμάρτητος Capitals: ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anamártētos Transliteration B: anamartētos Transliteration C: anamartitos Beta Code: a)nama/rthtos

English (LSJ)

ον,

   A making no mistake, unerring, X.Cyr.8.7.22, Pl.R.339b.    2 in moral sense, blameless, Hp.Fract.16 (Comp.), cf. Antipho 3.2.10, Men.Epit.487, Phld. Sto.Herc.339.17; sinless, Ev.Jo.8.7, cf. Aristeas 252, Muson.Fr.2p.6H.; ἀ. πολιτεία a faultless form of government, Arist.Pol. 1275b2; ἀ. πρός τινα having done no wrong to a person, Hdt.1.117; τινί 5.39; ἀ. τινός guiltless of a thing, 1.155: τὸ -ητότατον, = ἀναμαρτησία, X.Ages.6.7, cf. Pl.R.477e; πρὸς τὸ ἀ. to preserve from error, Arist.EN1155a13. Adv. -τως without fail, unerringly, X.Mem.2.8.5; without making a mistake, Ps.-Alex.Aphr. in SE15.33; inoffensively, [D.]61.21.    II of things, not done by fault, done unavoidably, συμφορά Antipho 3.2.11.    2 unfailing, Dion.Byz.17.

German (Pape)

[Seite 197] der nicht gesündigt hat, τινί, gegen jemand, Her. 5, 39; πρός τινα, Dem. 23, 125; der nicht Schuld ist, πόλις ἀν. τῶν πρότερον καὶ νῦν ἑστεώτων, an dem Vergangenen, Her. 1, 155; aber συμφορά, ein unverschuldetes Unglück, Antiph. 3, β, 11; frei von Irrthum, Plat. Theaet. 146 a; Rep. I, 339 b dem οἷοί τι ἁμαρτεῖν entgegengesetzt, also, unfehlbar, der uicht irren kann; unwandelbar, τάξις, von der Weltordnung, neben ἀκήρατος Xen. Cyr. 8, 7, 22. – Adv. ἀναμαρτήτως, ohne zu wanken, unveränderlich, Xen. Mem. 4, 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμάρτητος: -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, ὁ διατελῶν ἐν ἁρμονίᾳ καὶ τάξει, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὁ μὴ ἔχων σφάλμαπταῖσμα, ἄμεμπτος, ἀνεπίληπτος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763· ἀντιτίθεται τῷ οἷός τε ἁμαρτάνειν Πλάτ. Πολ. 339Β· ἀν. πολιτεία, ἄνευ ἐλλείψεως ἢ σφάλματος, τέλειος τύπος κυβερνήσεως, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 9· ἀν. πρός τινα ἢ τινί, ὁ μὴ βλάψας τινά, ὁ μὴ ἐνοχλήσας τινά, Ἡρόδ. 1. 117, 5. 39· ἀναμ. τινός: ἀναμάρτητον ἐοῦσαν καὶ τῶν πρότερον καὶ τῶν νῦν ἑστεώτων, μὴ οὖσαν ὑπαίτιον ἢ ἔνοχον, 1. 155· τὸ ἀν. = ἀναμαρτησία, Ξεν. Ἀγησ. 6. 7, Πλάτ., πρὸς τὸ ἀναμ., πρὸς φύλαξιν ἀπὸ σφάλματος, Ἀριστ. Ἠθ. 8. 1, 2: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπταίστως, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 5· ἀβλαβῶς, ἀσινῶς, Δημ. 1407. 18. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μὴ γενόμενον ἕνεκα σφάλματος, ἀλλ’ ἐξ ἀνάγκης, ἐλεοῦντες τοῦ νηπίου τὴν ἀναμάρτητον συμφορὰν Ἀντιφῶν 122. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 infaillible;
2 innocent, irréprochable ; ἀναμάρτητος τινι qui n’a fait de tort à personne ; ἀναμάρτητος τινος HDT innocent de qch.
Étymologie: ἀ, ἁμαρτάνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1en gener. de pers. que no comete errores ni desatinos, infalible de gobernantes, Pl.R.339c, cf. Plb.12.25c.5
de abstr. que no falla, sin fallos del juicio verdadero, Pl.Tht.200e, del orden divino, X.Cyr.8.7.22, de una constitución política, Arist.Pol.1275b2, νομίζων ... τὸ ... ἀτρεμὲς ... ἀναμαρτητότατον ... εἶναι X.Ages.6.7, πρὸς τὸ ἀ. para evitar el error Arist.EN 1155a13.
2 en sent. moral libre de culpa, inocente ἀ. ... βίος ... καθαρὸς πάσης αἰτίας Gorg.B 11a.29, cf. 30, de pers., Antipho 3.2.10, Men.Epit.908, Aristeas 252, Muson.Fr.2
del médico libre de responsabilidad Hp.Fract.16, del sabio estoico que no puede cometer errores ni incurrir en culpa, Chrysipp.Stoic.2.41.24, cf. Phld.Sto.p.57, de los dioses, Isoc.12.64, I.BI 7.329
c. dat. sin culpa en relación con ἑωυτῷ Hdt.5.39, otras constr. πρὸς σέ Hdt.1.117, cf. D.23.125, c. gen. de cosa, Hdt.1.155
en lit. jud. crist. inocente, sin pecado LXX De.29.18, 2Ma.8.4, 12.42, Eu.Io.8.7.
II de lo que no se tiene culpa συμφορά Antipho 3.2.11.
III adv. -ως
1 infaliblemente ἀναμαρτήτως τι ποιήσαντα X.Mem.2.8.5, ἐρωτᾶν ἀ. Alex.Aphr.in SE 15.33.
2 sin culpa D.61.21
en lit. crist. sin pecado de Cristo τὰ πάντα ἔχων ἀ. Epiph.Const.Exp.Fid.15 (p.515.30).

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ἁμαρτάνω; sinless: that is without sin.

English (Thayer)

ἀναμάρτητον (from ἄν, the alpha privative, and the form ἁμαρτέω), sinless, both one who has not sinned, and one who cannot sin. In the former sense in Test. xii. Patr. test. Benj. § 3). On the use of this word from Herodotus down, cf. Ullmann, Sündlosigkeit Jesu, p. 91 f (abridged in) English translation, p. 99; Cremer, under the word).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμάρτητος, -ον) ἁμαρτάνω
1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός
2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν)
η αναμαρτησία
μσν.
αυτός που έχει λυτρωθεί από την αμαρτία με τη μετάνοια
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που δεν έγινε από λάθος, που έγινε αναπόφευκτα
2. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀναμαρτητότατον η αναμαρτησία
3. φρ. «ἀναμάρτητος πρός τινα», αυτός που δεν έχει κάνει κακό σε κανέναν.