κατατρέχω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(T22) |
(19) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[καταυγάζω]]) 1st aorist infinitive καταυγασαι; to [[beam]] [[down]] [[upon]]; to [[shine]] [[forth]], [[shine]] [[brightly]]: L marginal [[reading]] Tr marginal [[reading]], [[where]] others αὐγάσαι [[which]] [[see]]; cf. [[φωτισμός]], b.; (transitive, Heliodorus 5,31).] | |txtha=([[καταυγάζω]]) 1st aorist infinitive καταυγασαι; to [[beam]] [[down]] [[upon]]; to [[shine]] [[forth]], [[shine]] [[brightly]]: L marginal [[reading]] Tr marginal [[reading]], [[where]] others αὐγάσαι [[which]] [[see]]; cf. [[φωτισμός]], b.; (transitive, Heliodorus 5,31).] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κατατρέχω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προσπαθώ]] να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις [[προς]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τρέχω]] [[πίσω]] από κάποιον, [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[γρήγορα]], [[σπεύδω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατατρεγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />κυνηγημένος από άλλους ανθρώπους ή δοκιμασμένος από τη [[μοίρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προστρέχω]] [[κάπου]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ανυπόληπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρέχω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (για ναύτες) αποβιβάζομαι βιαστικά<br /><b>3.</b> [[ονειδίζω]], [[κατηγορώ]], [[συκοφαντώ]]<br /><b>4.</b> [[καταδυναστεύω]], [[καταπιέζω]] κάποιον<br /><b>5.</b> [[ενεργώ]] [[επιδρομή]], [[λεηλατώ]], [[καταστρέφω]]<br /><b>6.</b> [[επέρχομαι]]<br /><b>7.</b> (για επιδέσμους) μετατοπίζομαι από τη [[θέση]] μου, [[γλιστρώ]] [[προς]] τα [[κάτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. 1 inf. καταθρέξαι only in Hsch.: aor. 2
A κατέδρᾰμον Ar.Ec.961, etc.: pf. -δεδράμηκα [ᾰμ] X.HG4.7.6:—Pass., aor. inf. καταδρᾰμηθῆναι Heph.Astr.1.21:—run down, Ar.l.c.; ἀπὸ τῶν ἄκρων Hdt.7.192; κάτω Id.3156; ἐπὶ θάλατταν X. An.7.1.20; ἐπί τινας Act.Ap.21.32. 2 of seamen or passengers by sea, run to land, disembark, X.HG5.1.12; εἰς ἐμπόρια Plb.3.91.2: metaph., κ. ξένιον ἄστυ come to a haven in... f.l. in Pi.N.4.23. II trans., run down, inveigh against, τὴν Σπάρτην Pl.Lg.806c, cf. Diog.Oen.12, D.C.50.2, etc.: more freq. c. gen., Phld.Vit.p.42 J., etc.; κ. τῶν μάντεων D.L.2.135; τῶν συνόντων τοῖς δυνάσταις D.C.61.10; τῆς μέθης Ath.1.1ce; Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος Id.5.22oc, cf. A.D.Synt.100.19; κατὰ τῆς βουλῆς, κατὰ τῆς μοναρχίας, D.C.36.44, 66.13. 2 overrun, ravage, lay waste, τῆς Σαλαμῖνος τὰ πολλά Th.2.94, cf. 8.92, Dionys. Com.3.5, D.S.2.44, Luc.Alex.2, etc., oppress, τοὺς γεωργούς PTeb. 41.30 (ii B.C.). 3 run over, c. gen., κὰδ δ' ἄρα οἱ βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος Theoc.22.204. 4 pursue, LXX Le.26.37. 5 hurry, Plu.2.512e. 6 slip down, of a bandage, Gal.18(1).829.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι: ἀόρ. κατέδρᾰμον: πρκμ. καταδεδράμηκα. Τρέχω πρὸς τὰ κάτω, καταδραμοῦσα τὴν θύραν ἄνοιξον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 961· ἀπὸ τῶν ἄκρων Ἡρόδ. 7. 192· κάτω ὁ αὐτ. 3. 156· ἐπὶ τὴν θάλατταν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 20. 2) ἐπὶ ναυτῶν, προσορμίζομαι, ἐν σπουδῇ ἀποβιβάζομαι, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 12·- ἐπὶ πλοίου, κ. εἰς ἐμπόρια Πολύβ. 3. 91, 2· μεταφορ., κ. ξένιον ἄστυ, ἔρχομαι εἰς λιμένα, προσορμίζομαι εἰς…, Πινδ. Ν. 4. 38. ΙΙ. μεταβατ., «κατατρέχω», ὀνειδίζω, κατηγορῶ, συκοφαντῶ, τινὰ Πλάτ. Νόμ. 806C· πολλὰ τὸν Καίσαρα κατέδραμε Δίων Κ. 50, 2· κ. καὶ κατηγορεῖν ὁ αὐτ. 46. 2· συχνότερον μετὰ γεν., κ. τῶν μάντεων Διογ. Λ. 2. 135· τῆς μέθης Ἀθήν. 10Ε· Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος ὁ αὐτ. 220C, κτλ.· κατὰ τινος Δίων Κ. 36. 27., 66. 13· ὡσαύτως, κατ. τινὶ ὁ αὐτ. 61. 10. 2) ἐπιτρέχω, ἐνεργῶ ἐπιδρομήν, λεηλατῶ, καταστρέφω, τὴν χώραν καταδραμόντες καὶ λείαν λαβόντες Θουκ. 2. 94· κατεδεδραμήκεσαν τὴν Αἴγιναν 8. 92, 99· κατατρέχει καὶ ἀπειλεῖ Ἡρῳδιαν. 6. 5, 14, ὁ αὐτ. συνάπτει κ. καὶ λυμαίνεσθαι· πρβλ. Wess. εἰς Διόδ. 2. 44· ὁ Σουΐδ. «κατατρέχειν, ληΐζεσθαι, δῃοῦν, πορθεῖν»·-τρέχω ὑπεράνω, καταλαμβάνω, κὰδ’ δ’ ἄρα οἱ βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν ὕπνος Θεόκρ. 22. 204· παρ’ Ἡσύχ. καὶ ὁ τύπος τοῦ ἀορ. «καταθρέξαι· καταδραμεῖν».
French (Bailly abrégé)
f. καταδραμοῦμαι, ao.2 κατέδραμον, pf. καταδεδράμηκα;
1 descendre en courant : ἀπὸ τῶν ἄκρων HDT des hauteurs ; particul. débarquer en hâte;
2 courir contre, faire des incursions contre ou à travers, acc..
Étymologie: κατά, τρέχω.
English (Strong)
from κατά and τρέχω; to run down, i.e. hasten from a tower: run down.
English (Thayer)
(καταυγάζω) 1st aorist infinitive καταυγασαι; to beam down upon; to shine forth, shine brightly: L marginal reading Tr marginal reading, where others αὐγάσαι which see; cf. φωτισμός, b.; (transitive, Heliodorus 5,31).]
Greek Monolingual
(AM κατατρέχω)
νεοελλ.
μτφ. προσπαθώ να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον
νεοελλ.-μσν.
1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ κάποιον
2. τρέχω γρήγορα, σπεύδω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατρεγμένος, -η, -ον
κυνηγημένος από άλλους ανθρώπους ή δοκιμασμένος από τη μοίρα
μσν.
1. ρίχνω κάτω, καταστρέφω κάτι
2. προστρέχω κάπου
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ανυπόληπτος
αρχ.
1. τρέχω προς τα κάτω
2. (για ναύτες) αποβιβάζομαι βιαστικά
3. ονειδίζω, κατηγορώ, συκοφαντώ
4. καταδυναστεύω, καταπιέζω κάποιον
5. ενεργώ επιδρομή, λεηλατώ, καταστρέφω
6. επέρχομαι
7. (για επιδέσμους) μετατοπίζομαι από τη θέση μου, γλιστρώ προς τα κάτω.