κότος: Difference between revisions
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(SL_2) |
(21) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[κότος]] <br /> <b>1</b> [[anger]] [[ὁπόταν]] [[τις]] ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9) | |sltr=[[κότος]] <br /> <b>1</b> [[anger]] [[ὁπόταν]] [[τις]] ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κότος]], ὁ (Α)<br />[[διαρκής]] [[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]], [[μνησικακία]] («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε [[θέμα]] <i>κοτεσ</i>- ουδ. ουσ. ([[κότος]], <i>το</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κοτέσ</i>-<i>σασθαι</i> (αόρ. του [[κοτέω]]), [[οπότε]] συνδέεται με κελτικές και γερμανικές λ. που έχουν σημ. «[[μάχη]], [[αντιδικία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> γαλατ. <i>catu</i>-<i>riges</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>hadu</i>-, μέσ. αρχ. γερμ. <i>hader</i> «[[λογομαχία]]») και πιθ. με ρωσ., αρχ. σλαβ. <i>kotora</i> «[[μάχη]]» και αρχ. ινδ. <i>śatru</i>- «[[εχθρός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κοταίνω]], [[κοτεινός]], [[κοτέω]], [[κοτήεις]], [[κοτίζω]], [[κοτόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αλλόκοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άκοτος]], [[βαρύκοτος]], [[έγκοτος]], [[επίκοτος]], [[ζάκοτος]], [[μεγαλόκοτος]], [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]], [[υπέρκοτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απόκοτος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A grudge, rancour, ill-will, more inveterate than χόλος, Il.1.82 (cf. 81); τοῖσιν κ. αἰνὸν ἔθεσθε 8.449; τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις 16.449; κότον ἔνθετο θυμῷ Od.11.102; ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pi.P.8.9: freq. in A., δαιμόνων κότῳ, Λοξίου κ., Ag.635, 1211; βαρὺς . . Ζηνὸς ἱκεσίου κ. Supp.347; τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον exacts vengeance for him, Fr.266.5; never in S., once in E.(?), Rh.828 (lyr.).—Poet. and late Prose, D.H.9.51.
German (Pape)
[Seite 1493] ὁ, dauernder Zorn, Groll, nach den alten Erkl. stärker u. dauernder als χόλος u. μῆνις; vgl. Il. 1, 81, εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ, ἀλλά γε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ, wie 13, 516 δὴ γάρ οἱ ἔχεν κότον ἐμμενὲς αἰεί, Groll gegen ihn; ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ Od. 11, 102, welcher Zorn gegen dich gefaßt hat; auch τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε, Il. 8, 449; ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pind. P. 8, 9; oft bei Aesch., δαιμόνων κότῳ Ag. 621, wie Διός u. ä. öfter; ὀλέθριον πνέουσ' ἐν ἐχθροῖς κότον, Zorn schnauben, Ch. 940, vgl. Eum. 804; Soph. hat das Wort gar nicht, Eur. nur Rhes. 827, μὴ κότον μοι ἐφῇς. – In Prosa erst bei Sp., wie D. Hal. 9, 51.
Greek (Liddell-Scott)
κότος: -ου, ὁ, μῆνις, ὀργὴ ἐγκαθίσασα ἐν τῇ ψυχῇ, ὁ πολυετὴς χόλος καὶ τὴν μῆνιν ὑπεραναβάς, εἴπερ γάρ τε χόλον καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ, ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσῃ Ἰλ. Α. 81, 82· τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε Θ. 449· τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις Π. 449· κότον ἔνθετο θυμῷ Ὀδ. Λ. 102· ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Πινδ. Π. 8. 11· οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ., καὶ παρ’ Εὐρ. μόνον ἐν Ρήσ. 827· ἀλλὰ συχνὸν παρ’ Αἰσχύλῳ, δαιμόνων κότῳ, Λοξίου κ. Ἀγαμ. 635, 1211· βαρύς... Ζηνὸς ἱκεσίου κ. Ἱκέτ. 346· τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον, λαμβάνει ἐκδίκησιν δι’ αὐτόν, Ἀποσπ. 257· ― λέξις ποιητ. ἀπαντῶσα παρὰ Διον. Ἁλ. 9. 51. (Ἐντεῦθεν τὰ κοτέω, ἔγκοτος, ζάκοτος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ressentiment, animosité, haine : κότον ἔχειν τινός IL avoir du ressentiment contre qqn ; κότον ἐντίθεσθαι θυμῷ OD ou τίθεσθαι κότον τινί IL déposer ou conserver dans son cœur du ressentiment contre qqn.
Étymologie: DELG cf. gaul. Catu-briges, d’un thème signifiant « combat, lutte ».
English (Autenrieth)
English (Slater)
κότος
1 anger ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9)
Greek Monolingual
κότος, ὁ (Α)
διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ- ουδ. ουσ. (κότος, το), πρβλ. κοτέσ-σασθαι (αόρ. του κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και γερμανικές λ. που έχουν σημ. «μάχη, αντιδικία» (πρβλ. γαλατ. catu-riges, αρχ. άνω γερμ. hadu-, μέσ. αρχ. γερμ. hader «λογομαχία») και πιθ. με ρωσ., αρχ. σλαβ. kotora «μάχη» και αρχ. ινδ. śatru- «εχθρός».
ΠΑΡ. αρχ. κοταίνω, κοτεινός, κοτέω, κοτήεις, κοτίζω, κοτόεις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αλλόκοτος
αρχ.
άκοτος, βαρύκοτος, έγκοτος, επίκοτος, ζάκοτος, μεγαλόκοτος, νεόκοτος, παλίγκοτος, υπέρκοτος
νεοελλ.
απόκοτος].