μάλιστα: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(T22) |
(24) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[superlative]] of the adverb [[μάλα]]) (from [[Homer]] [[down]]), adverb, [[especially]], [[chiefly]], [[most]] of [[all]], [[above]] [[all]]: [[μάλιστα]] [[γνώστης]], [[especially]] [[expert]], [[thoroughly]] [[well-informed]], Acts 26:3. | |txtha=([[superlative]] of the adverb [[μάλα]]) (from [[Homer]] [[down]]), adverb, [[especially]], [[chiefly]], [[most]] of [[all]], [[above]] [[all]]: [[μάλιστα]] [[γνώστης]], [[especially]] [[expert]], [[thoroughly]] [[well-informed]], Acts 26:3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[μάλιστα]])<br />(βεβαιωτικό [[μόριο]])<br /><b>1.</b> ναι, βέβαια, ως [[απάντηση]] που δηλώνει [[κατάφαση]], [[συμφωνία]], [[επιδοκιμασία]] (α. «διάβασες; -Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. -Μάλιστα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προπάντων]], ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν (α. «[[είναι]] πολύ [[καλός]] και [[μάλιστα]] πολύ [[επιμελής]]» β. «ἀεὶ μέν, [[μάλιστα]] δὲ νῡν εὔκαιρον εἰπεῑν» Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως) <i>τα [[μάλιστα]]<br />σε υπέρτατο βαθμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τώρα]] [[μάλιστα]]» — [[έκφραση]] αποδοκιμασίας, [[διαπίστωση]] ότι μια [[κατάσταση]] χειροτερεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αριθμητικό) [[περίπου]], [[σχεδόν]] («ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους [[μάλιστα]] [[τετταράκοντα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντί]] του συγκριτικοῡ <i>μᾱλλον</i> («[[μάλιστα]] ἢ [[ἐμοί]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τί [[μάλιστα]];» — τί ακριβώς χρειάζεται; β) «ἐς τὰ [[μάλιστα]]» — ώς επί το πλείστον<br />γ) «ἐν τοῑς [[μάλιστα]]» — [[μεταξύ]] τών πρώτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ.</b> [[μάλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μάλιστα: ἐπίρρ., ὑπερθετ. τοῦ μάλα, ἴδε μάλα ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
v. μάλα.
English (Autenrieth)
see μάλα.
English (Strong)
neuter plural of the superlative of an apparently primary adverb mala (very); (adverbially) most (in the greatest degree) or particularly: chiefly, most of all, (e-)specially.
English (Thayer)
(superlative of the adverb μάλα) (from Homer down), adverb, especially, chiefly, most of all, above all: μάλιστα γνώστης, especially expert, thoroughly well-informed, Acts 26:3.
Greek Monolingual
(AM μάλιστα)
(βεβαιωτικό μόριο)
1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; -Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. -Μάλιστα», Αριστοφ.)
2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν (α. «είναι πολύ καλός και μάλιστα πολύ επιμελής» β. «ἀεὶ μέν, μάλιστα δὲ νῡν εὔκαιρον εἰπεῑν» Ιωάνν. Χρυσ.)
3. (ενάρθρως) τα μάλιστα
σε υπέρτατο βαθμό
νεοελλ.
φρ. «τώρα μάλιστα» — έκφραση αποδοκιμασίας, διαπίστωση ότι μια κατάσταση χειροτερεύει
αρχ.
1. (με αριθμητικό) περίπου, σχεδόν («ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους μάλιστα τετταράκοντα», Θουκ.)
2. αντί του συγκριτικοῡ μᾱλλον («μάλιστα ἢ ἐμοί», Απολλ. Ρόδ.)
3. φρ. α) «τί μάλιστα;» — τί ακριβώς χρειάζεται; β) «ἐς τὰ μάλιστα» — ώς επί το πλείστον
γ) «ἐν τοῑς μάλιστα» — μεταξύ τών πρώτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μάλα.