τηλαυγής: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(SL_2) |
(41) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[τηλαυγής]] <br /> <b>1</b> [[far]] [[shining]] ἀρχομένου δ' ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές (O. 6.4) ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ [[φάος]] ἐξικόμαν (P. 3.75) τηλαυγέσιν στεφάνοις (P. 2.6) τηλαυγὲς ἄραρε [[φέγγος]] Αἰακιδᾶν [[αὐτόθεν]] (N. 3.64) τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν (Pae. 7.12) | |sltr=[[τηλαυγής]] <br /> <b>1</b> [[far]] [[shining]] ἀρχομένου δ' ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές (O. 6.4) ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ [[φάος]] ἐξικόμαν (P. 3.75) τηλαυγέσιν στεφάνοις (P. 2.6) τηλαυγὲς ἄραρε [[φέγγος]] Αἰακιδᾶν [[αὐτόθεν]] (N. 3.64) τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν (Pae. 7.12) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που φέγγει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], αυτός που ακτινοβολεί, [[μακριά]], που εκπέμπει το φως του από [[μακριά]] (α. «[[τηλαυγής]] [[φάρος]]» β. «ἀστέρος οὐρανίου τηλαυγέστερον [[φάος]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «[[πρόσωπον]] τηλαυγές» — ο Ήλιος, Ύμν. <b>Ομ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθαρός]], [[σαφής]], [[καταφανής]] (α. «σαφεῑς καὶ τηλαυγεῑς αἰτίαι», Iουλ.<br />β. «καθαρὸς δὲ καὶ τηλαυγὴς ὁ νοῡς [[οὕτως]] ἄν ἦν», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται από [[μακριά]], [[περίβλεπτος]] («ἀπὸ τηλαυγέος [[φαινόμενος]] σκοπιῆς», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βλέπει [[κάτι]] από [[μακριά]], που αισθάνεται [[κάτι]] από [[μακριά]] (α. «[[αἴσθησις]] τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.<br />β. «[[ψυχή]] τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τηλαυγής]] λευκή» — στιλπνό [[στίγμα]] στο [[δέρμα]] ως [[σύμπτωμα]] της λέπρας (ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τηλαυγῶς</i> ΜΑ<br />[[καθαρά]], με [[διαύγεια]] (α. «ἐὰν εἴπωμεν [[βασιλεύς]], οὐ τηλαυγῶς τὸν ὁριζόμενον ἐδείξαμεν», Επιφάν.<br />β. «ἀφορῶνται δ' ἐντεῡθεν τηλαυγῶς αἱ πυραμίδες», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυκ</i>-<i>αυγής</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (τῆλε, αὐγή)
A far-shining, far-beaming, πρόσωπον, of the sun, h.Hom.31.13; εἵματα, of the moon, ib.32.8; φάος, φέγγος, Pi.P.3.75 (Comp.), N.3.64; ἀκτίς, ἀκτίνων σέλας, Ar.Av.1092 (lyr.), 1711; στέφανοι Pi.P.2.6; πρόσωπον θέμεν τ. to make it beam from afar, Id.O.6.4: metaph., τ. νοῦς luminous meaning, D.H.Th. 30; σαφεῖς καὶ τ. αἰτίαι Jul.Or.5.174d; λέξεις ἐπὶ τὸ -έστερον ἀχθεῖσαι Erot.Prooem. II of distant objects, far-seen, conspicuous, σκοπιή Thgn.550; κορυφά Pi.Pae.7.12; φᾶρος B.16.5; ὄχθος S.Tr. 524 (lyr.); of leprosy, LXX Le.13.4, al. III far-seeing, αἴσθησις, ψυχή, Hp.Ep.17,22 (Comp.). Adv. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρᾶν to see more clearly, D.S.1.50, cf. Str.17.1.30, Ph.1.540, Ev.Marc.8.25.--Poet. word, used in late Prose: δηλαυγῶς seems to be a different word.
German (Pape)
[Seite 1105] ές, adv. τηλαυγῶς, weit oder in die Ferne glänzend, fernher strahlend; H. h. 31, 13. 32, 8; Theogn. 551; ἔργου πρόσωπον τηλαυγές, Pind. Ol. 6, 4; φέγγος, N. 3, 64; ἀστέρος τηλαυγέστερον φάος, P. 3, 75; ὄχθος, Soph. Tr. 521; ἀκτίς, Ar. Av. 1092; ἀκτίνων σέλας, 1709; sp. D., δαλός, Ep. ad. 372 (IX, 675); Luc. Hipp. 7; – τηλαυγέστερον ὁρᾶν, weiter in die Ferne sehen, D. Sic. 1, 50.
Greek (Liddell-Scott)
τηλαυγής: -ές, (τῆλε, αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ μακρόθεν, ἀκτινοβολῶν, τ. πρόσωπον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, αὐτόθι 32. 8· φάος, φέγγος Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· ἀκτίς, ἀκτίνων σέλας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, ἤτοι τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ ἐπίσημον» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. νοῦς, πεφωτισμένος, διαυγής, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, μακρόθεν λάμπων, μακρόθεν φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· ὄχθος Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. τηλεφανής. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, βλέπω εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, λίαν λαμπρὸν» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille au loin ou de loin.
Étymologie: τῆλε, αὐγή.
English (Slater)
τηλαυγής
1 far shining ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές (O. 6.4) ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν (P. 3.75) τηλαυγέσιν στεφάνοις (P. 2.6) τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν (N. 3.64) τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν (Pae. 7.12)
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που φέγγει σε μεγάλη απόσταση, αυτός που ακτινοβολεί, μακριά, που εκπέμπει το φως του από μακριά (α. «τηλαυγής φάρος» β. «ἀστέρος οὐρανίου τηλαυγέστερον φάος», Πίνδ.
γ. «πρόσωπον τηλαυγές» — ο Ήλιος, Ύμν. Ομ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. καθαρός, σαφής, καταφανής (α. «σαφεῑς καὶ τηλαυγεῑς αἰτίαι», Iουλ.
β. «καθαρὸς δὲ καὶ τηλαυγὴς ὁ νοῡς οὕτως ἄν ἦν», Διον. Αλ.)
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται από μακριά, περίβλεπτος («ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκοπιῆς», Θέογν.)
2. αυτός που βλέπει κάτι από μακριά, που αισθάνεται κάτι από μακριά (α. «αἴσθησις τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.
β. «ψυχή τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.)
3. φρ. «τηλαυγής λευκή» — στιλπνό στίγμα στο δέρμα ως σύμπτωμα της λέπρας (ΚΔ).
επίρρ...
τηλαυγῶς ΜΑ
καθαρά, με διαύγεια (α. «ἐὰν εἴπωμεν βασιλεύς, οὐ τηλαυγῶς τὸν ὁριζόμενον ἐδείξαμεν», Επιφάν.
β. «ἀφορῶνται δ' ἐντεῡθεν τηλαυγῶς αἱ πυραμίδες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ-αυγής).