α: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(1) |
(1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και παρατεταμένο <i>αά</i>, <i>άα</i>, <i>ααά</i>, <i>άαα</i> (Α ἆ)<br />[[επιφώνημα]] που εκφράζει έντονη συναισθηματική [[κατάσταση]].———————— <b>(II)</b><br />και άι (προτρεπτικό [[μόριο]])<br />πήγαινε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το <i>α</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αε</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγε</i> (αντίστοιχο αρχ. προτρεπτικό [[μόριο]])].———————— ἁ (Α)<br />δωρ. [[τύπος]] του άρθρου <i>ἡ</i> (βλέπε <i>ὁ</i>).———————— ἅ (Α)<br />δωρ. [[τύπος]] της αναφ. αντωνυμίας <i>ἡ</i> (<b>βλ.</b> <i>ὁ</i>, αντων.). | |mltxt=<b>(I)</b><br />και παρατεταμένο <i>αά</i>, <i>άα</i>, <i>ααά</i>, <i>άαα</i> (Α ἆ)<br />[[επιφώνημα]] που εκφράζει έντονη συναισθηματική [[κατάσταση]].———————— <b>(II)</b><br />και άι (προτρεπτικό [[μόριο]])<br />πήγαινε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το <i>α</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αε</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγε</i> (αντίστοιχο αρχ. προτρεπτικό [[μόριο]])].———————— ἁ (Α)<br />δωρ. [[τύπος]] του άρθρου <i>ἡ</i> (βλέπε <i>ὁ</i>).———————— ἅ (Α)<br />δωρ. [[τύπος]] της αναφ. αντωνυμίας <i>ἡ</i> (<b>βλ.</b> <i>ὁ</i>, αντων.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''α:''' αχώριστο [[πρόθεμα]] στα σύνθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[α- στερητικό]]· εκφράζει [[έλλειψη]] ή [[απουσία]], όπως το Λατ. in- ή το Αγγλ. un-, π.χ. [[σοφός]], [[σώφρων]]· <i>ἄ-σοφος</i>, άφρονας· βλ. ἀν-. Αυτό το <i>α</i> [[σπανίως]] προηγείται φωνήεντος, όπως στα <i>ἄ-ατος</i>, <i>ἀ-ήθης</i>. Συχνότερα απαντά [[μπροστά]] από [[δασεία]], όπως στα <i>ἀ-ήσσητος</i>, <i>ἀ-όρατος</i>, <i>ἀ-όριστος</i>· μερικές φορές το <i>α</i> συνενώνεται με το [[φωνήεν]] που ακολουθεί, όπως [[ἄκων]]([[ἀέκων]]), <i>ἀργὸς</i> ([[ἀεργός]])· [[πριν]] από [[φωνήεν]] το <i>ἀν-</i> είναι περισσότερο συνηθισμένο. Κανονικά συντίθεται μόνο με ουσ.· για εξαιρέσεις, βλ. [[ἀβουλέω]], [[ἀνήδομαι]], [[ἀτίζω]].<br /><b class="num">II.</b> <i>α αθροιστικό</i>· εκφράζει [[ένωση]], [[ομοιότητα]]· [[κυρίως]] με [[δασεία]], όπως στα ἁ-[[θρόος]], <i>ἅ-πας</i>, [[αλλά]] και με [[ψιλή]], στα <i>ἄ-κοιτις</i>, <i>ἄ-λοχος</i>, <i>ἀ-[[δελφός]]</i>, <i>ἀ-τάλαντος</i>, <i>ἀ-κόλουθος</i>. Είναι πιθ. συγγενές προς το επίρρ. [[ἅμα]]. III. <i>α επιτατικό</i>, όπως απαντά στο επίρρ. [[ἄγαν]] = [[πολύ]]. Η ύπαρξη [[αυτού]] του <i>α</i> είναι αμφίβολη· κάποιες λέξεις που αναφέρονται σε αυτό ανήκουν στο [[α- στερητικό]], όπως <i>ἀ-δάκρυτος</i>, ἀ-[[θέσφατος]], <i>ἄ-ξυλος</i> (βλ. αυτ.)· σε άλλες, όπως στις <i>ἄ-σκιος</i>, [[ἀτενής]], <i>ἀ-σπερχές</i>, <i>ἀ-σκελές</i>, το <i>α</i> μπορεί να είναι <i>α αθροιστικό</i>.<br /><b class="num">IV.</b> <i>α ευφωνικό</i>, σε λέξεις όπως ἀ-[[βληχρός]], ἀ-[[σπαίρω]], ἀ-[[σταφίς]], ἀ-[[στεροπή]] αντί [[βληχρός]], [[σπαίρω]], [[σταφίς]], <i>στεροπὴ</i> (<i>ᾰ</i> σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, [[εκτός]] από [[εκεί]] όπου η [[θέση]] μεταβάλλει την [[ποσότητα]]. Ωστόσο, επίθ. που ξεκινούν με [[τρεις]] βραχείες συλλαβές έχουν <i>ᾱ</i> στο δακτυλικό μέτρο, όπως τα <i>ἀ-δάματος</i>, <i>ἀ-θέμιτος</i>, ἀ-[[κάματος]], <i>ἀ-πάλαμος</i>· ένα επίθ., το ἀ-[[θάνατος]], με τα παράγωγά του, έχει <i>ᾱ</i> σε όλα τα [[μέτρα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 30 December 2018
Greek Monolingual
(I)
και παρατεταμένο αά, άα, ααά, άαα (Α ἆ)
επιφώνημα που εκφράζει έντονη συναισθηματική κατάσταση.———————— (II)
και άι (προτρεπτικό μόριο)
πήγαινε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α < άι < αε < ἀγε (αντίστοιχο αρχ. προτρεπτικό μόριο)].———————— ἁ (Α)
δωρ. τύπος του άρθρου ἡ (βλέπε ὁ).———————— ἅ (Α)
δωρ. τύπος της αναφ. αντωνυμίας ἡ (βλ. ὁ, αντων.).
Greek Monotonic
α: αχώριστο πρόθεμα στα σύνθ.:
I. α- στερητικό· εκφράζει έλλειψη ή απουσία, όπως το Λατ. in- ή το Αγγλ. un-, π.χ. σοφός, σώφρων· ἄ-σοφος, άφρονας· βλ. ἀν-. Αυτό το α σπανίως προηγείται φωνήεντος, όπως στα ἄ-ατος, ἀ-ήθης. Συχνότερα απαντά μπροστά από δασεία, όπως στα ἀ-ήσσητος, ἀ-όρατος, ἀ-όριστος· μερικές φορές το α συνενώνεται με το φωνήεν που ακολουθεί, όπως ἄκων(ἀέκων), ἀργὸς (ἀεργός)· πριν από φωνήεν το ἀν- είναι περισσότερο συνηθισμένο. Κανονικά συντίθεται μόνο με ουσ.· για εξαιρέσεις, βλ. ἀβουλέω, ἀνήδομαι, ἀτίζω.
II. α αθροιστικό· εκφράζει ένωση, ομοιότητα· κυρίως με δασεία, όπως στα ἁ-θρόος, ἅ-πας, αλλά και με ψιλή, στα ἄ-κοιτις, ἄ-λοχος, ἀ-δελφός, ἀ-τάλαντος, ἀ-κόλουθος. Είναι πιθ. συγγενές προς το επίρρ. ἅμα. III. α επιτατικό, όπως απαντά στο επίρρ. ἄγαν = πολύ. Η ύπαρξη αυτού του α είναι αμφίβολη· κάποιες λέξεις που αναφέρονται σε αυτό ανήκουν στο α- στερητικό, όπως ἀ-δάκρυτος, ἀ-θέσφατος, ἄ-ξυλος (βλ. αυτ.)· σε άλλες, όπως στις ἄ-σκιος, ἀτενής, ἀ-σπερχές, ἀ-σκελές, το α μπορεί να είναι α αθροιστικό.
IV. α ευφωνικό, σε λέξεις όπως ἀ-βληχρός, ἀ-σπαίρω, ἀ-σταφίς, ἀ-στεροπή αντί βληχρός, σπαίρω, σταφίς, στεροπὴ (ᾰ σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, εκτός από εκεί όπου η θέση μεταβάλλει την ποσότητα. Ωστόσο, επίθ. που ξεκινούν με τρεις βραχείες συλλαβές έχουν ᾱ στο δακτυλικό μέτρο, όπως τα ἀ-δάματος, ἀ-θέμιτος, ἀ-κάματος, ἀ-πάλαμος· ένα επίθ., το ἀ-θάνατος, με τα παράγωγά του, έχει ᾱ σε όλα τα μέτρα).