γυμνασία: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυμνασία]], η (AM)<br />[[άσκηση]], [[εξάσκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δικαίωμα]] για [[χρησιμοποίηση]] του γυμνασίου<br /><b>2.</b> στρατιωτική [[άσκηση]]<br /><b>3.</b> [[αγώνας]]<br /><b>4.</b> [[μάθημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γυμνάζομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εργασία]] <span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]])].
|mltxt=[[γυμνασία]], η (AM)<br />[[άσκηση]], [[εξάσκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δικαίωμα]] για [[χρησιμοποίηση]] του γυμνασίου<br /><b>2.</b> στρατιωτική [[άσκηση]]<br /><b>3.</b> [[αγώνας]]<br /><b>4.</b> [[μάθημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γυμνάζομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εργασία]] <span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γυμνᾰσία:''' ἡ = [[γύμνασις]], [[άσκηση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνᾰσία Medium diacritics: γυμνασία Low diacritics: γυμνασία Capitals: ΓΥΜΝΑΣΙΑ
Transliteration A: gymnasía Transliteration B: gymnasia Transliteration C: gymnasia Beta Code: gumnasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A right to use γυμνάσιον, Arist.Pol.1297a17 (s.v.l.); exercise, σωματικὴ γ. 1 Ep.Ti.4.8: pl., IG22.1006.65, SIG1073.19 (Olympia, ii A. D.); of military exercises, ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις γ. Plb.4.7.6; generally, struggle, Str.3.2.7; αἱ καθ' ἡμέραν γ. lessons, D.H.Comp.20: metaph. of mental exercise, Iamb.Comm.Math.24; freq. of disputation, Pl.Tht.169c, Arist. Top.101a27, al.; training, γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Plb.1.1.2.    2 Rhet., practice: hence, arrangement, disposition, τοῦ διηγήματος Theo Prog.4, cf. Aphth.Prog.6.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, Uebung, Plat. Parm. 135 d u. öfter; ἡ περὶ ταῦτα γ. Theaet. 169 c; ἡ ἐν ὅπλοις Pol. 4, 7, 6; vgl. 10, 20, 1 u. a. Sp.; von der rhetorischen Uebung Arist. Top. 8, 5; παιδεία καὶ γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Pol. 1, 1, 2; γυμνασίας ποιεῖσθαι Plat. Legg. VIII, 830 d.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνασία: ἡ, = γύμνασις, ἄσκησις, Πλάτ. Θεαιτ. 169C, Ἀριστ. Πολ. 4. 13, 1, κ. ἀλλ.· ἄσκησις διαλεκτικὴ ἢ ρητορική, ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 2, 1·- σωματικὴ γ. Α' Ἐπ. Τιμ. δ', 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
exercice.
Étymologie: γυμνάζω.

English (Strong)

from γυμνάζω; training, i.e. (figuratively) asceticism: exercise.

English (Thayer)

γυμνασιας, ἡ (γυμνάζω);
a. properly, the exercise of the body in the palaestra.
b. any exercise whatever: σωματική γυμνασία, the exercise of conscientiousness relative to the body, such as is characteristic of ascetics and consists in abstinence from matrimony and certain kinds of food, Plato, legg. i., p. 648c. down.)

Greek Monolingual

γυμνασία, η (AM)
άσκηση, εξάσκηση
αρχ.
1. δικαίωμα για χρησιμοποίηση του γυμνασίου
2. στρατιωτική άσκηση
3. αγώνας
4. μάθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. εργασία < εργάζομαι)].

Greek Monotonic

γυμνᾰσία: ἡ = γύμνασις, άσκηση, σε Καινή Διαθήκη