βαρύβρομος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύβρομος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που βροντά [[βαριά]], [[δυνατά]] («βαρύβρομοι βρονταί», «βαρύβρομον κῡμα», «βαρύβρομα τύμπανα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[βρόμος]] «[[ισχυρός]] [[κρότος]]»]. | |mltxt=[[βαρύβρομος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που βροντά [[βαριά]], [[δυνατά]] («βαρύβρομοι βρονταί», «βαρύβρομον κῡμα», «βαρύβρομα τύμπανα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[βρόμος]] «[[ισχυρός]] [[κρότος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρύβρομος:''' -ον ([[βρέμω]]), αυτός που προκαλεί ισχυρό κρότο, ήχο, θόρυβο, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loud-roaring, βαρύβρομα θωύσσοντες Hom.Fr. 25; πέλαγος B.16.76; Trag. only in lyr., βρονταί, κῦμα, E.Ph.183, Hel.1305; ἀκταί Id.Hyps.Fr.41.80; loud-sounding, αὐλός, τύμπανα, Id.Hel.1351, Ba.156, cf.Ar.Nu.313; β. ἁρμονία Αἰολίς Lasus 1.
German (Pape)
[Seite 433] stark tönend, Hom. frg. 71; αὐλός Eur. Bacch. 151; τύμπανα Hel. 1305; κῦμα ἅλιον Phoen. 183; πόντος Ar. Nub. 284; sp. D.; βροντή Luc. Tim. 1.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύβρομος: -ον, ὁ βαρύν, ἰσχυρὸν κρότον προξενῶν, Ἀποσπ. Ὁμ. 71, Εὐρ. Φοιγ. 183, κτλ· - αὐλός, τύμπανα Εὐρ. Βάκχ. 156, Ἑλ. 1305· βαρ. ἁρμονία Αἰολίς Λᾶσος 1 Bgk.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. βαρυβρεμέτης.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.
Spanish (DGE)
(βᾰρύβρομος) -ον
1 que produce gran estrépito πέλαγος B.17.76, πόντος Ar.Nu.284, Ἀμφιτρίτη Q.S.14.609, κῦμα E.Hel.1305, βρονταί E.Ph.183
•que resuena ἀκταί E.Fr.64.80Bond
•βαρύβρομα θωύσσοντες dando gritos estentóreos Hom.Fr.25.
2 que produce sonido grave αὐλός E.Hel.1351, τύμπανα E.Ba.156
•de donde μοῦσα βαρύβρομος αὐλῶν Ar.Nu.313, Αἰολὶς β. ἁρμονία Lasus 1.3.
Greek Monolingual
βαρύβρομος, -ον (Α)
εκείνος που βροντά βαριά, δυνατά («βαρύβρομοι βρονταί», «βαρύβρομον κῡμα», «βαρύβρομα τύμπανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βρόμος «ισχυρός κρότος»].
Greek Monotonic
βᾰρύβρομος: -ον (βρέμω), αυτός που προκαλεί ισχυρό κρότο, ήχο, θόρυβο, σε Ευρ.