ἐπικραίνω: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικραίνω]] (Α)<br />[[εκπληρώνω]], [[επιτελώ]], [[εκτελώ]], [[φέρω]] εις [[πέρας]] («ἠδ’ ἔτι καὶ νῡν μοι τόδ’ [[ἐπικρήηνον]] [[ἐέλδωρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικραίνομαι</i><br />κατασκευάζομαι, [[γίνομαι]], εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο [[μόρσιμος]] [[αἰών]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]]<br /><b>4.</b> [[προορίζω]], προκαθορίζω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κραίνω]] «[[επιτελώ]]»]. | |mltxt=[[ἐπικραίνω]] (Α)<br />[[εκπληρώνω]], [[επιτελώ]], [[εκτελώ]], [[φέρω]] εις [[πέρας]] («ἠδ’ ἔτι καὶ νῡν μοι τόδ’ [[ἐπικρήηνον]] [[ἐέλδωρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικραίνομαι</i><br />κατασκευάζομαι, [[γίνομαι]], εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο [[μόρσιμος]] [[αἰών]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]]<br /><b>4.</b> [[προορίζω]], προκαθορίζω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κραίνω]] «[[επιτελώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικραίνω:''' Επικ. -[[κραιαίνω]]· μέλ. <i>-κρᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έκρᾱνα</i>, Επικ. <i>-έκρηνα</i> και <i>-εκρήηνα</i>· [[εκτελώ]], [[πετυχαίνω]], [[εκπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· νῦνμοι τόδ' [[ἐπικρήηνον]] [[ἐέλδωρ]], παραχώρησε, πραγματοποίησέ μου [[τώρα]] αυτή την [[προσευχή]], εκπλήρωσέ την, στο ίδ. — Παθ., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα [[κεκράαντο]], ολοκληρώθηκαν με [[χρυσάφι]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἐπι-κραιαίνω, 3sg. fut. ἐπικρᾱνεῖ dub. in A.Ag.1340 codd.(anap.): aor. 1 -έκρᾱνα, Ep. -έκρηνα, -εκρήηνα(v. infr.):—Med., 3pl. aor. 1
A ἐπεκρήναντο Q.S.14.297:—bring to pass, accomplish, ἀρὴν πᾶσαν ἐπικρήνειε may he fulfil it, Il.15.599; οὔ σφιν ἐπεκραίαινε he fulfilled it not for them,3.302, cf. 2.419 (v.l.-άαινε); νῦν μοι τόδδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ grant me this prayer, fulfil it, 1.455, etc.; μῦθον ἐπεκρήηνε καρήατι by a nod, Call.Dian.40; ἐ. τέλος A.Supp.624; ἀληθῆ Id.Th.887 (lyr.); γάμου πικρὰς τελευτάς Id.Ag.744 (lyr.); ποινὰς θανάτων ib.1340 (anap.); χάριν ἀντ' ἔργων ib.1546 (anap.), cf. S.Ph. 1468(anap.); τὸ δέον Archyt. ap. Iamb.Protr.4:—Pass., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράαντο were finished off with gold, Od.4.132, cf. 616.
German (Pape)
[Seite 952] vollenden, in Erfüllung gehen lassen; ἀρὴν ἐπικρήνειε Il. 15, 599; Ζεὺς δ' ἐπέκρανεν τέλος Aesch. Suppl. 619; ςάμου πικρὰς τελευτάς Ag. 724; ἄλλων ποινὰγ θανάτων ἐπικρανεῖ 1313; zu Ende bringen, δαμίων, ὃς ταῦτ' ἐπέκρανεν Soph. Phil. 1454; sp. D.; τέρμα γὰρ εἴς με βίου Μοῖρ' ἐπέκρανε τόδε Ep. ad. 734 (App. 148). – In H. h. Merc. 531, (ῥάβδος) πάντας ἐπικραίνουσα θεούς, wird es beherrschen, lenken übersetzt, l. d., Herm. will πάντας ἐπικραίνουσ' οἴμους ἐπέων ändern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικραίνω: Ἐπικ. -κραιαίνω: μέλλ. -κρᾰνῶ (ἀλλὰ ἐπικρᾱνεῖ ἢ ἀντεπικρᾱνεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1340, περὶ ὧν ἴδε ἐν λέξει φαίνω)˙ ἀόρ. α΄ -έκρᾱνα, Ἐπικ. -έκρηνα, -εκρήηνα: - Μέσ., ἐπεκρήναντο Κόϊντ. Σμ. 14. 297. Ἐπιτελῶ, ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., κλπ.˙ ἀρὴν πᾶσαν ἐπικρήνειε, «ἐπιτελέσειε» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 599˙ ὣς ἔφαν˙ οὐδ’ ἄρα πώ σφιν ἐπεκραίαινε Κρονίων, «οὕτως εἶπον˙ οὔπω δ’ ἄρα τὴν αἴτησιν αὐτοῖς ἐπετέλει ὁ τοῦ Κρόνου υἱὸς» (Θ. Γαζῆς), Γ. 302, πρβλ. Β. 419˙ ἠδ’ ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ, «καὶ νῦν δή μοι ἐπιτέλεσον τὸ ἐπιθύμημα» (Σχόλ.) Ἰλ. Α. 455, κτλ.˙ μῦθον ἐπεκρήηνε καρήατι, διὰ κατανεύσεως τῆς κεφαλῆς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 40˙ οὕτω, ἐπ. τέλος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 624˙ ἀληθῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 687˙ γάμου πικρὰς τελευτὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 745˙ πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1468. - Παθ., χρυσῷ δ’ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο, «ἤγουν ἐπὶ χρυσῷ τὰ χείλη ἀπήρτιστο καὶ τετελείωτο» (Εὐστ.), Ὀδ. Δ. 132, πρβλ. 616, Ο. 116˙ ἐπεκραίνεται μόρσιμος αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 46, πρβλ. Εὐμ. 969. ΙΙ. διευθύνω, κυβερνῶ, θεοὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 531, ἔνθα ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει οἴμους ἀντὶ θεούς.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπικρανῶ;
accomplir, mener à terme, réaliser.
Étymologie: ἐπί, κραίνω.
English (Autenrieth)
aor. opt. ἐπικρήνειε, imp. ἐπικρήηνον: bring to fulfilment, fulfil, accomplish. (Il.)
Greek Monolingual
ἐπικραίνω (Α)
εκπληρώνω, επιτελώ, εκτελώ, φέρω εις πέρας («ἠδ’ ἔτι καὶ νῡν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. ἐπικραίνομαι
κατασκευάζομαι, γίνομαι, εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών», Αισχύλ.)
3. διευθύνω, κυβερνώ
4. προορίζω, προκαθορίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κραίνω «επιτελώ»].
Greek Monotonic
ἐπικραίνω: Επικ. -κραιαίνω· μέλ. -κρᾰνῶ, αόρ. αʹ -έκρᾱνα, Επικ. -έκρηνα και -εκρήηνα· εκτελώ, πετυχαίνω, εκπληρώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· νῦνμοι τόδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ, παραχώρησε, πραγματοποίησέ μου τώρα αυτή την προσευχή, εκπλήρωσέ την, στο ίδ. — Παθ., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράαντο, ολοκληρώθηκαν με χρυσάφι, σε Ομήρ. Οδ.