ἱεράτευμα: Difference between revisions
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(17) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἱεράτευμα]]) [[ιερατεύω]]<br /><b>1.</b> το [[ιερατείο]], το [[σύνολο]] τών κληρικών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βασίλειον]] [[ἱεράτευμα]]» — το [[σύνολο]] τών πιστών της ιουδαϊκής θρησκείας ἡ της χριστιανικής εκκλησίας, ο [[περιούσιος]] [[λαός]] του θεού, τα [[μέλη]] του οποίου έχουν τη γενική, μη μυστηριακή [[ιερωσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ιερωσύνη]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[ἱεράτευμα]]) [[ιερατεύω]]<br /><b>1.</b> το [[ιερατείο]], το [[σύνολο]] τών κληρικών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βασίλειον]] [[ἱεράτευμα]]» — το [[σύνολο]] τών πιστών της ιουδαϊκής θρησκείας ἡ της χριστιανικής εκκλησίας, ο [[περιούσιος]] [[λαός]] του θεού, τα [[μέλη]] του οποίου έχουν τη γενική, μη μυστηριακή [[ιερωσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ιερωσύνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱεράτευμα:''' -ατος, τό, [[ιερατείο]], [[ιεροσύνη]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A priesthood, LXXEx.19.6, 1 Ep.Pet.2.9. 2 body of priests, ib. 5.
German (Pape)
[Seite 1240] τό, Priesterthum, Priesterschaft, LXX., N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράτευμα: τό, τὸ ἱερατεῖον, ἡ ἱερωσύνη, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΘ΄, 6), Ἐπιστ. Α΄ Πέτρ. β΄, 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fonction sacerdotale, sacerdoce.
Étymologie: ἱερατεύω.
English (Strong)
from ἱερατεύω; the priestly fraternity, i.e. sacerdotal order (figuratively): priesthood.
English (Thayer)
ἱερατευματος, τό (ἱερατεύω), (priesthood i. e.)
a. the office of priest.
b. the order or body of priests (see ἀδελφότης, αἰχμαλωσία, διασπορά, θεραπεία); so Christians are called, because they have access to God and offer not external but 'spiritual' (πνευματικά) sacrifices: βασίλειον ἱεράτευμα, Sept.), priests of kingly rank, i. e. exalted to a moral rank and freedom which exempts them from the control of everyone but God and Christ. (2 Maccabees 2:17); not found in secular authors.)
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἱεράτευμα) ιερατεύω
1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών
2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» — το σύνολο τών πιστών της ιουδαϊκής θρησκείας ἡ της χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός του θεού, τα μέλη του οποίου έχουν τη γενική, μη μυστηριακή ιερωσύνη
μσν.-αρχ.
η ιερωσύνη.