καικίας: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καικίας]], ὁ (AM)<br />ο [[βορειοανατολικός]] [[άνεμος]] τών αρχαίων, ο [[γραίγος]] ή [[μέσης]], αλλ. αίολος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με την παραδοσιακή [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>Κάικος</i>, [[ονομασία]] ποταμού της Μικράς Ασίας. Με τον ίδιο τρόπο παράγονται και άλλες ονομασίες ανέμων, όπως <i>Ολυμπ</i>-<i>ίας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Όλυμπος]]), <i>Ελλησποντ</i>-<i>ίας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Ελλήσποντος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με το λατ. <i>caecus</i> «[[τυφλός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλ. <i>caech</i> «[[μονόφθαλμος]]», γοτθ. <i>haihs</i> «[[μονόφθαλμος]]» και αρχ. ινδ. <i>keka</i>-<i>ra</i> «[[αλλήθωρος]]»). Στην [[περίπτωση]] αυτή, η σημ. του [[καικίας]] [[είναι]] «ο [[άνεμος]] που σκοτεινιάζει». Ανάλογη η [[παραγωγή]] του λατ. <i>aquilo</i> «[[βοριάς]]» <span style="color: red;"><</span> <i>aquilus</i> «[[σκοτεινός]]»].
|mltxt=[[καικίας]], ὁ (AM)<br />ο [[βορειοανατολικός]] [[άνεμος]] τών αρχαίων, ο [[γραίγος]] ή [[μέσης]], αλλ. αίολος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με την παραδοσιακή [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>Κάικος</i>, [[ονομασία]] ποταμού της Μικράς Ασίας. Με τον ίδιο τρόπο παράγονται και άλλες ονομασίες ανέμων, όπως <i>Ολυμπ</i>-<i>ίας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Όλυμπος]]), <i>Ελλησποντ</i>-<i>ίας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Ελλήσποντος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με το λατ. <i>caecus</i> «[[τυφλός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλ. <i>caech</i> «[[μονόφθαλμος]]», γοτθ. <i>haihs</i> «[[μονόφθαλμος]]» και αρχ. ινδ. <i>keka</i>-<i>ra</i> «[[αλλήθωρος]]»). Στην [[περίπτωση]] αυτή, η σημ. του [[καικίας]] [[είναι]] «ο [[άνεμος]] που σκοτεινιάζει». Ανάλογη η [[παραγωγή]] του λατ. <i>aquilo</i> «[[βοριάς]]» <span style="color: red;"><</span> <i>aquilus</i> «[[σκοτεινός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καικίας:''' -ου, ὁ, [[βορειοανατολικός]] [[άνεμος]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καικίας Medium diacritics: καικίας Low diacritics: καικίας Capitals: ΚΑΙΚΙΑΣ
Transliteration A: kaikías Transliteration B: kaikias Transliteration C: kaikias Beta Code: kaiki/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A north-east wind, Arist.Mete.363b17, Pr.940a18, Mu. 394b22, IG14.1308, Plu.Sert.17, Gp.1.11.2; καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ar.Eq.437. (Derived from the river Κάϊκος by Ach.Tat.Intr. Arat.33.)

German (Pape)

[Seite 1294] ὁ, der Nordostwind, nach Arist. de mundo 4 der Euros ὁ ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς θερινὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων, wie Meteorl. 2, 6; komisch Ar. Equ. 435 ὡς οὗτος ἤτοι Καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ

Greek (Liddell-Scott)

καικίας: -ου, ὁ, ὁ βορειοανατολικὸς ἄνεμος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12 καὶ 21, Προβλ. 26. 1, π. Κόσμ. 4. 12, κἑξ., Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 37· καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437 (λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ καικίας).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vent du sud-est ; sel. d’autres, du sud-ouest = lat. vulturnus.
Étymologie: DELG de Κάϊκος, fl. d’Éolide.

Greek Monolingual

καικίας, ὁ (AM)
ο βορειοανατολικός άνεμος τών αρχαίων, ο γραίγος ή μέσης, αλλ. αίολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη < Κάικος, ονομασία ποταμού της Μικράς Ασίας. Με τον ίδιο τρόπο παράγονται και άλλες ονομασίες ανέμων, όπως Ολυμπ-ίας (< Όλυμπος), Ελλησποντ-ίας (< Ελλήσποντος). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το λατ. caecus «τυφλός» (πρβλ. αρχ. ιρλ. caech «μονόφθαλμος», γοτθ. haihs «μονόφθαλμος» και αρχ. ινδ. keka-ra «αλλήθωρος»). Στην περίπτωση αυτή, η σημ. του καικίας είναι «ο άνεμος που σκοτεινιάζει». Ανάλογη η παραγωγή του λατ. aquilo «βοριάς» < aquilus «σκοτεινός»].

Greek Monotonic

καικίας: -ου, ὁ, βορειοανατολικός άνεμος, σε Αριστ.