πικρόχολος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόχολος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή [[χολή]], [[δύσθυμος]], [[στρυφνός]], [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[πικράδα]], [[γεμάτος]] [[κακία]] (α. «πικρόχολη [[απάντηση]]» β. «πικρόχολα [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χολώδης]], [[χολερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μελάγ</i>-<i>χολος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[πικρόχολος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή [[χολή]], [[δύσθυμος]], [[στρυφνός]], [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[πικράδα]], [[γεμάτος]] [[κακία]] (α. «πικρόχολη [[απάντηση]]» β. «πικρόχολα [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χολώδης]], [[χολερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μελάγ</i>-<i>χολος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πικρόχολος:''' -ον, αυτός που είναι [[γεμάτος]] με πικρή [[χολή]], [[κακόβουλος]], [[μοχθηρός]], [[πικρόχολος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A full of bitter bile, bilious, opp. μελάγχολος ; οἱ π. τὰ ἄνω Hp.Acut.34, cf. 61, Aret.SA 1.5 ; π. χυμός Gal.6.247 : metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 615] von, mit bitterer Galle, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόχολος: -ον, ὁ πλήρης πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελάγχολος· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. ὀξύθυμος, ὀργίλος, Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελαγχολία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une bile amère ; fig. acariâtre, acerbe.
Étymologie: πικρός, χόλος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πικρόχολος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός
2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια»)
μσν.-αρχ.
χολώδης, χολερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + χόλος (πρβλ. μελάγ-χολος)].
Greek Monotonic
πικρόχολος: -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.