σημάντωρ: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σημάντωρ:''' -ορος, ὁ ([[σημαίνω]] II),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δίνει το [[σήμα]], [[ηγέτης]], [[αρχηγός]], σε Όμηρ.· λέγεται για [[άλογο]], [[καβαλάρης]], [[ιππέας]]· λέγεται για [[κοπάδι]] ζώων, [[βοσκός]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[κατώτερος]] [[αξιωματικός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληροφοριοδότης]], [[οδηγός]], αυτός που αναγγέλλει [[κάτι]], [[αγγελιοφόρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σημάντωρ:''' -ορος, ὁ ([[σημαίνω]] II),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δίνει το [[σήμα]], [[ηγέτης]], [[αρχηγός]], σε Όμηρ.· λέγεται για [[άλογο]], [[καβαλάρης]], [[ιππέας]]· λέγεται για [[κοπάδι]] ζώων, [[βοσκός]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[κατώτερος]] [[αξιωματικός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληροφοριοδότης]], [[οδηγός]], αυτός που αναγγέλλει [[κάτι]], [[αγγελιοφόρος]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=σημάντωρ -ορος, ὁ, Dor. σᾱμάντωρ [σημαίνω] gebieder, aanvoerder; spec. wagenmenner; Il. 8.127; herder. Il. 15.325.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημάντωρ Medium diacritics: σημάντωρ Low diacritics: σημάντωρ Capitals: ΣΗΜΑΝΤΩΡ
Transliteration A: sēmántōr Transliteration B: sēmantōr Transliteration C: simantor Beta Code: shma/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, (

   A σημαίνω 11) one who gives a signal, leader, commander, Il.4.431, cf. Od.19.314; of a horse, driver, Il.8.127; of a herd, herdsman, 15.325, Q.S.13.74; θεῶν σ., of Zeus, Hes.Sc.56; σ. ἄνδρες h.Ap.542; ἐθνέων ἦσαν ἄλλοι σ., of the subordinate officers, Hdt.7.81.    2 informer, guide, S.OT 957 (v.l. σημήνας) ; παγίδων σημάντορα φελλόν indicator of the nets, AP6.27 (Theaet.); μόλιβον, σελίδων σ. πλευρῆς (v. σελίς 11), ib.62 (Phil.), cf. 64 (Paul. Sil.).    II later as Adj., even in fem., σημάντορι φωνῇ Nonn.D.37.551; σ. καπνῷ Tryph.237.

German (Pape)

[Seite 874] ορος, ὁ, der ein Zeichen, einen Befehl giebt, wie σημαντήρ; dah. Anführer, Gebieter, Herr; insbes. der Herr des Rosses, Rosselenker, Il. 8, 127; der Herr, Hüter der Heerde, Hirt, 15, 325; θεῶν σημάντωρ heißt Zeus bei Hes. Sc. 56; σημάντορες ἄνδρες, H. h. Ap. 542; der Anzeigende, der Bote, αὐτός μοι σὺ σημάντωρ γενοῦ, Soph. O. R. 957; bei Her. 7, 81 Unterbefehlshaber; öfter bei sp. D., die es ganz adjectivisch brauchen, Wern. Tryph. 237.

Greek (Liddell-Scott)

σημάντωρ: -ορος, ὁ, (σημαίνω ΙΙ) ὁ δίδων τὸ σημεῖον, τὸ σύνθημα, ἀρχηγός, στρατηγός, Ἰλ. Δ. 431, πρβλ. Ὀδ. Τ. 314· ἐπὶ ἵππου, ἱππηλάτης, ἔφιππος, Ἰλ. Θ. 127· ἐπὶ ἀγέλης, βουκόλος, Ο. 325· ὁ Ζεὺς καλεῖται θεῶν σ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 56· σημάντορες ἄνδρες Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 542· ἐθνέων ἔσαν ἄλλοι σημάντορες, ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων ἀξιωματικῶν, Ἡρόδ. 7. 81. 2) ὁ ἀναγγέλων τι, ὁδηγός, διάφ. γραφ. παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 957· παγίδων σ. φελλός, ὁ δεικνύων τὰ δίκτυα, Ἀνθ. Π. 6. 27· μόλιβον, σελίδων σημάντορα πλευρῆς (ἴδε σελὶς ΙΙ), αὐτόθι 62, πρβλ. 64. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἁπλῶς ὡς ἐπίθετον, ἔτι καὶ μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σημάντορι φωνῇ Νόνν. Δ. 37. 551, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 237. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σημάντορες· ἐπιτάκτορες, βασιλεῖς. ἡγεμόνες. ἀπὸ τοῦ σημαίνειν, ὅ ἐστι προστάσσειν· ἡνίοχοι. ἐπιστάται».

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
I. qui donne le signal ou les ordres, qui commande, qui dirige, d’où
1 maître, chef;
2 conducteur de chevaux, cocher;
3 pâtre, berger;
II. qui annonce.
Étymologie: σημαίνω.

English (Autenrieth)

ορος (σημαίνω): one who gives the sign, commander, leader, then driver, herder, of horses, cattle, Il. 8.127, Il. 15.325.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
1. αυτός που δίνει το σήμα, το σύνθημα, ο ηγέτης («ἐθνέων ἦσαν ἄλλοι σημάντορες», Ομ. Οδ.)
2. ηνίοχος
3. βουκόλος
4. αυτός που σημαίνει, που αναγγέλλει κάτιαὐτός μοι σὺ σημάντωρ γένου», Σοφ.)
5. φρ. α) «σημάντορες ἄνδρες» — ηγέτες (Νόνν.)
β) «σημάντορι καπνῷ» — με καπνό που έδινε σήμα (Τρυφιόδ.)
γ) «θεῶν σημάντωρ» — ο Ζευς (Ησιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. μηνύ-τωρ)].

Greek Monotonic

σημάντωρ: -ορος, ὁ (σημαίνω II),
1. αυτός που δίνει το σήμα, ηγέτης, αρχηγός, σε Όμηρ.· λέγεται για άλογο, καβαλάρης, ιππέας· λέγεται για κοπάδι ζώων, βοσκός, σε Ομήρ. Ιλ.· κατώτερος αξιωματικός, σε Ηρόδ.
2. πληροφοριοδότης, οδηγός, αυτός που αναγγέλλει κάτι, αγγελιοφόρος, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σημάντωρ -ορος, ὁ, Dor. σᾱμάντωρ [σημαίνω] gebieder, aanvoerder; spec. wagenmenner; Il. 8.127; herder. Il. 15.325.