ἄρχων: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρχων:''' -οντος, ὁ (μτχ. του [[ἄρχω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κυβερνήτης]], [[διοικητής]], [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Ἄρχοντες</i>, <i>οἱ</i>, οι κατεξοχήν άρχοντες της Αθήνας, [[εννέα]] στον αριθμό, ο [[πρώτος]] καλείτο <i>ὁ Ἄρχων</i> ή Ἄρχων [[ἐπώνυμος]], ο [[δεύτερος]] <i>ὁ Βασιλεύς</i>, ο [[τρίτος]] <i>ὁ Πολέμαρχος</i>, οι υπόλοιποι έξι <i>οἱ Θεσμοθέται</i>.<br /><b class="num">3.</b> [[τίτλος]] για ανώτατους άρχοντες σε άλλες πόλεις, όπως οι Έφοροι στη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἄρχων:''' -οντος, ὁ (μτχ. του [[ἄρχω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κυβερνήτης]], [[διοικητής]], [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>Ἄρχοντες</i>, <i>οἱ</i>, οι κατεξοχήν άρχοντες της Αθήνας, [[εννέα]] στον αριθμό, ο [[πρώτος]] καλείτο <i>ὁ Ἄρχων</i> ή Ἄρχων [[ἐπώνυμος]], ο [[δεύτερος]] <i>ὁ Βασιλεύς</i>, ο [[τρίτος]] <i>ὁ Πολέμαρχος</i>, οι υπόλοιποι έξι <i>οἱ Θεσμοθέται</i>.<br /><b class="num">3.</b> [[τίτλος]] για ανώτατους άρχοντες σε άλλες πόλεις, όπως οι Έφοροι στη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄρχων:''' οντος ὁ<br /><b class="num">1)</b> предводитель, начальник, вождь Aesch., Soph.; командир ([[νεός]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> правитель Her., Polyb., Diod., Plut.; владыка, царь (Ἀσίας Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> (в Афинах) архонт (каждый из 9 членов высшего правительственного органа: 1-й - ὁ ἄ. или ἄ. [[ἐπώνυμος]], 2-й - ἄ. [[βασιλεύς]], 3-й - ἄ. [[πολέμαρχος]], 6 остальных - ἄρχοντες θεσμοθέται) Thuc.
}}
}}

Revision as of 17:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρχων Medium diacritics: ἄρχων Low diacritics: άρχων Capitals: ΑΡΧΩΝ
Transliteration A: árchōn Transliteration B: archōn Transliteration C: archon Beta Code: a)/rxwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, (part. of ἄρχω)

   A ruler, commander, νεός Hdt.5.33: abs., A.Th.674, S.Aj.668, etc.; chief, king, Ἀσίας A.Pers.73; ἄ. τοῦ κόσμου τούτου, of Satan, Ev.Jo.16.11, al.    II as official title, chief magistrate, esp. at Athens, Th.1.126, etc.; οἱ ἐννέα ἄρχοντες IG2.163; οἱ ἄ., at Sparta, the authorities, Hdt.6.106: sg., ὁ ἄρχων the eponymous magistrate of the year, IG1.52, al., Arist.Ath.3.3, etc.; so in Boeotia, at Delphi, Delos, and elsewhere, IG7.2407, SIG295.18, IG2.814, etc.; = Lat. consul, Plb.1.39.1.    2 governor of a dependency or province, e.g. in the Athenian Empire, IG1.62b19, etc.; of a Roman governor, OGI441.59; = praefectus, Plb.6.26.5.    3 generally, magistrate, official, Aeschin.3.29, etc.; opp. ἰδιώτης, SIG 672.16 (Delph.); ruler of a synagogue, Ev.Matt.9.18; president of a club, PLond.3.1178.6 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 367] οντος, ὁ, partic. vom vorigen, der Herrscher, Gebieter, Aesch. Spt. 656 Pers. 74 u. Folgde; auch als adj., τινός, einer Sache mächtig. – In Athen, die erste obrigkeitliche Würde, Archon.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
I. chef ; particul. roi;
II. p. suite :
1 à Athènes archonte, l’un des neuf magistrats athéniens principaux (le 1er ἄρχων ἐπώνυμος ou abs.ἄρχων, le 2ᵉ ἄρχων βασιλεύς, le 3ᵉ ἄρχων πολέμαρχος, les 6 autres ἄρχοντες θεσμοτέται);
2 magistrat en gén.
Étymologie: ἄρχω.

English (Strong)

present participle of ἄρχω; a first (in rank or power): chief (ruler), magistrate, prince, ruler.

English (Thayer)

ἄρχοντος, ὁ (present participle of the verb ἄρχω) (from Aeschylus down), a ruler, commander, chief, leader: used of Jesus, ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς, Judges , ἄρχοντα καί δικαστήν, him God sent as ἄρχοντα — leader, ruler — καί λύτρῳ — τήν); οἱ ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου those who in the present age (see αἰών, 3) by nobility of birth, learning and Wisdom of Solomon , power and authority, wield the greatest influence, whether among Jews or Gentles, ἄρχων τῆς συναγωγῆς, cf. ἀρχισυνάγωγος), and perhaps also ἄρχων τῶν Φαρισαίων, one who has great influence among the Pharisees, ὁ) ἄρχων τῶν δαιμονίων, ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου, the ruler of the irreligious mass of mankind, הָעולָה שַׂר; ἄρχων τοῦ αἰῶνος τούτου, Ignatius, ad Ephesians 19,1 [ET] (ad Magn. 1,3 [ET]); ἄρχων τοῦ καιροῦ τῆς ἀνομίας, the Epistle of Barnabas 18,2 [ET]); τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, ἀήρ). (See Hort in Dict. of Chris. Biog., under the word Archon.)

Greek Monolingual

βλ. άρχοντας.

Greek Monotonic

ἄρχων: -οντος, ὁ (μτχ. του ἄρχω
1. κυβερνήτης, διοικητής, αρχηγός, ηγέτης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. Ἄρχοντες, οἱ, οι κατεξοχήν άρχοντες της Αθήνας, εννέα στον αριθμό, ο πρώτος καλείτο ὁ Ἄρχων ή Ἄρχων ἐπώνυμος, ο δεύτερος ὁ Βασιλεύς, ο τρίτος ὁ Πολέμαρχος, οι υπόλοιποι έξι οἱ Θεσμοθέται.
3. τίτλος για ανώτατους άρχοντες σε άλλες πόλεις, όπως οι Έφοροι στη Σπάρτη, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρχων: οντος ὁ
1) предводитель, начальник, вождь Aesch., Soph.; командир (νεός Her.);
2) правитель Her., Polyb., Diod., Plut.; владыка, царь (Ἀσίας Aesch.);
3) (в Афинах) архонт (каждый из 9 членов высшего правительственного органа: 1-й - ὁ ἄ. или ἄ. ἐπώνυμος, 2-й - ἄ. βασιλεύς, 3-й - ἄ. πολέμαρχος, 6 остальных - ἄρχοντες θεσμοθέται) Thuc.