ἐπιβάτης: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐπιβαίνω]]), αυτός που ανεβαίνει ή επιβιβάζεται· <b>1. α)</b> <i>ἐπιβάται</i>, <i>οἱ</i>, στρατιώτες που έχουν επιβιβαστεί σε [[πλοίο]], πολεμιστές στρατιώτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες και ναύτες, σε Ηρόδ. <b>β)</b> [[έμπορος]] επιβιβασμένος σε [[πλοίο]], [[επιστάτης]] φορτίου πλοίου, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[μαχητής]] σε [[άρμα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπιβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐπιβαίνω]]), αυτός που ανεβαίνει ή επιβιβάζεται· <b>1. α)</b> <i>ἐπιβάται</i>, <i>οἱ</i>, στρατιώτες που έχουν επιβιβαστεί σε [[πλοίο]], πολεμιστές στρατιώτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες και ναύτες, σε Ηρόδ. <b>β)</b> [[έμπορος]] επιβιβασμένος σε [[πλοίο]], [[επιστάτης]] φορτίου πλοίου, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[μαχητής]] σε [[άρμα]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιβάτης:''' ου (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> эпибат, солдат морской пехоты Her., Thuc., Lys.;<br /><b class="num">2)</b> пассажир на корабле, мореход Her., Dem.;<br /><b class="num">3)</b> воин на колеснице Plat.;<br /><b class="num">4)</b> всадник Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who mounts or embarks: 1. ἐπιβάται, οἱ, soldiers on board ship, fighting men, opp. the rowers and seamen, marines, Hdt.6.12, 7.100, Th.3.95, Plb. 1.51.2, etc. b. merchant on board ship, supercargo, D.34.51, 56.10. c. passenger on ship, D.Chr.1.29, al., Plu.in Hes.8. d. subordinate officer in the Spartan navy, Th.8.61, X.HG1.3.17, Hell. Oxy.17.4. 2. fighting man in a chariot, Pl.Criti.119b; on an elephant, Arr.An.5.17.3. 3. rider, Arist.EN1106a20, Luc.Zeux. 10. 4. male quadruped, Gp.16.21.9. 5. heel, Hsch. 6. middle finger, [Ruf.] Onom.App.p.600R.
German (Pape)
[Seite 929] ὁ, der Besteiger, gew. der auf dem Schiffe als Seesoldat od. als Reisender (nicht als Matrose) sich befindet, vgl. Harpocr; so Her. 6, 16. 9, 32 u. öfter, wie Thuc.; Lys. 6, 46; ἐπιβάται καὶ ὑπηρεσίαι vrbdt Dem. 50, 10 u. stellt ihnen den ναύκληρος gegenüber, 32, 4. Vom Wagen, der darauf neben dem Wagenlenker steht, Plat. Critia. 119 b; Reiter, Arist. eth. 2, 6 u. A.; Lenker der Elephanten, Arr. An. 5, 17, 4; – ὄνος, der Beschäler, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἐπιβιβαζόμενος: 1) ἐπιβάται, οἱ, οἱ ἐπὶ τοῦ πλοίου ὁπλῖται ἢ ἐν γένει πολεμισταὶ στρατιῶται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐρέτας καὶ λοιποὺς ναύτας, Λατ. classiarii milites, Ἡρόδ. 6. 12., 7. 100 κ. ἀλλ.· πρβλ. Ἀρνόλδ. Θουκ. 3. 95. β) ἔμπορος ἐπὶ πλοίου, ἐπιστάτης τοῦ φορτίου, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ναύκληρος, Δημ. 922. 14., 1286. 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐπὶ τοῦ ἅρματος μαχητής, Πλάτ. Κριτί. 119Β· ὁ ἐπὶ ἐλέφαντος, ἔς τε τοὺς ἐπιβάτας αὐτῶν (τῶν ἐλεφάντων) ἀκοντίζοντες Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 3. 3) ὁ ἀναβάτης ἵππου, ἱππεύς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 2. 4) ἐπὶ ζῴων, τὸ ἄρρεν τὸ ἐπιβαῖνον τῶν θηλειῶν, Γεωπ. 16. 21, 9. 5) ἡ πτέρνα τοῦ ποδός, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui monte sur un vaisseau ; particul. soldat de marine;
2 combattant monté sur un char.
Étymologie: ἐπιβαίνω.
Greek Monolingual
ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, ο
θηλ. ἐπιβάτις) επιβαίνω
ταξιδιώτης με πλοίο
μσν.- νεοελλ.
αρχιερέας που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («επιβάτης του θρόνου»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο (αυτοκίνητο, αεροπλάνο, τρένο), για να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή
2. φρ. «επιβάτης της εξουσίας» — αυτός που κατέχει παράνομα πολιτικό αξίωμα
αρχ.
1. οπλίτης, μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου
2. επιστάτης του φορτίου του πλοίου
3. κατώτερος αξιωματικός του σπαρτιατικού ναυτικού
4. πολεμιστής σε άρμα δίπλα στον ηνίοχο.
Greek Monotonic
ἐπιβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐπιβαίνω), αυτός που ανεβαίνει ή επιβιβάζεται· 1. α) ἐπιβάται, οἱ, στρατιώτες που έχουν επιβιβαστεί σε πλοίο, πολεμιστές στρατιώτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες και ναύτες, σε Ηρόδ. β) έμπορος επιβιβασμένος σε πλοίο, επιστάτης φορτίου πλοίου, σε Δημ.
2. μαχητής σε άρμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβάτης: ου (ᾰ) ὁ
1) эпибат, солдат морской пехоты Her., Thuc., Lys.;
2) пассажир на корабле, мореход Her., Dem.;
3) воин на колеснице Plat.;
4) всадник Arst., Plut.