ἐπιρρακτός: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιρρακτός]], -ή, -όν (Α) [[επιρρήγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει με [[δύναμη]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πόρτα) αυτή που κλείνει από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[καταπακτή]], [[γκλαβανή]]<br /><b>3.</b> (για [[ποτό]]) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα. | |mltxt=[[ἐπιρρακτός]], -ή, -όν (Α) [[επιρρήγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει με [[δύναμη]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πόρτα) αυτή που κλείνει από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[καταπακτή]], [[γκλαβανή]]<br /><b>3.</b> (για [[ποτό]]) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιρρακτός:''' [adj. verb. к [[ἐπιρράσσω]] опускной ([[θύρα]] ἐπιρρακτή Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A dashed on or down, θύρα ἐπιρρακτή trap-door, Plu.2.781e; ποτόν forced down the throat, ib.699d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρακτός: -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, θύρα ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς ὑπερῷον οἴκημα ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς ὑπεράνω τιθεὶς κλινίδιον, ἐκάθευδε μετὰ τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.: πρβλ. καταρράκτης.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on laisse retomber avec force sur : ἐπιρρακτὴ θύρα PLUT herse d’une porte.
Étymologie: adj. verb. de ἐπιρράσσω.
Greek Monolingual
ἐπιρρακτός, -ή, -όν (Α) επιρρήγνυμι
1. αυτός που πέφτει με δύναμη κάπου
2. (για πόρτα) αυτή που κλείνει από πάνω προς τα κάτω, καταπακτή, γκλαβανή
3. (για ποτό) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρακτός: [adj. verb. к ἐπιρράσσω опускной (θύρα ἐπιρρακτή Plut.).