χρώζω: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(47c) |
(4b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και [[χροΐζω]] και ποιητ. τ. [[χροιίζω]] Α [[χρόα]] / [[χροιά]]<br /><b>1.</b> [[αγγίζω]], [[ψηλαφώ]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>2.</b> [[χρωματίζω]], [[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε μια [[επιφάνεια]] (α. «λευκὸν ἢ [[μέλαν]] ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ.<br />β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[χρώμα]] για να επαλείψω μια [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]]. | |mltxt=ΜΑ, και [[χροΐζω]] και ποιητ. τ. [[χροιίζω]] Α [[χρόα]] / [[χροιά]]<br /><b>1.</b> [[αγγίζω]], [[ψηλαφώ]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>2.</b> [[χρωματίζω]], [[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε μια [[επιφάνεια]] (α. «λευκὸν ἢ [[μέλαν]] ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ.<br />β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[χρώμα]] για να επαλείψω μια [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρώζω:''' и [[χρῴζω]]<br /><b class="num">1)</b> прикасаться: γόνατά τινος χ. Eur. припадать к чьим-л. коленям; κεχρώσμεθα (pl. = sing.) πρὸς [[ἀνδρός]] Eur. этот человек обнимал мои колени;<br /><b class="num">2)</b> окрашивать (χρωσθῆναι χρώματί τινι Plat.): (ὁ κεραυνὸς) ἔχρωσε [[μέν]], ἔκαυσε δ᾽ οὔ Arst. молния окрасила (т. е. опалила), но не обожгла; ὑπὸ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. опаленные солнцем, т. е. загорелые. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1383] = χροΐζω, u. χρώζομαι, 1) die Oberfläche eines Körpers berühren, bestreichen, übh. berühren, anrühren; τὰ γόνατα Eur. Phoen. 1619; μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρός Med. 497. – 2) der Oberfläche Farbe mittheilen, abfärben; ὑπὸ τοῦ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. Anach. 25; u. übh. = anstecken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρώζω: μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, ἐγγίζω, ψαύω τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ καθόλου, ἐγγίζω, ψαύω, γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … χρῶμα χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - ἐντεῦθεν, 2) χρωματίζω, ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, μιαίνω, αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497.
Greek Monolingual
ΜΑ, και χροΐζω και ποιητ. τ. χροιίζω Α χρόα / χροιά
1. αγγίζω, ψηλαφώ, χαϊδεύω
2. χρωματίζω, προσδίδω χρώμα σε μια επιφάνεια (α. «λευκὸν ἢ μέλαν ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ.
β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. χρησιμοποιώ χρώμα για να επαλείψω μια επιφάνεια
2. μολύνω, μιαίνω.
Russian (Dvoretsky)
χρώζω: и χρῴζω
1) прикасаться: γόνατά τινος χ. Eur. припадать к чьим-л. коленям; κεχρώσμεθα (pl. = sing.) πρὸς ἀνδρός Eur. этот человек обнимал мои колени;
2) окрашивать (χρωσθῆναι χρώματί τινι Plat.): (ὁ κεραυνὸς) ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ᾽ οὔ Arst. молния окрасила (т. е. опалила), но не обожгла; ὑπὸ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. опаленные солнцем, т. е. загорелые.