κνίψ: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κνίψ:''' [[κνιπός|κνῑπός]] ὁ (nom. pl. κνῖπες) фиговый червец или фиговая тля Arph., Arst. | |elrutext='''κνίψ:''' [[κνιπός|κνῑπός]] ὁ (nom. pl. κνῖπες) фиговый червец или фиговая тля Arph., Arst. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κνίψ κνιπός, ὁ knips (soort mier). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ (ἡ v.l. in Arist., v. infr.), gen. κνῑπός, nom. pl. κνῖπες,
A = σκνίψ, small creatures which infest fig and oak trees and devour the fig-insect (ψήν), Ar.Av.590, Arist.HA534b19, Thphr.HP2.8.3, 4.14.10; small ants acc. to Arist.Sens.444b12. II pl., = ὄμματα περιβεβρωμένα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1463] κνιπός, ὁ, auch σκνίψ, eine kleine Ameisenart, welche dem Honig nachgeht, auch die Feigen annagt; εἶθ' οἱ κνῖπες καὶ ψῆνες ἀεὶ τὰς συκᾶς οὐ κατέδονται Ar. Av. 590; Arist. H. A. 4, 8 u. öfter. – Uebh. Insekten, welche im Holz, unter der Rinde der Bäume leben, Theophr. – Sp. auch fem., vgl. Lob. zu Phryn. 400.
Greek (Liddell-Scott)
κνίψ: ὁ, γεν. κνῑπός, ὀνομ. πληθ. κνῖπες· ― ὡς τὸ σκνίψ, μικρὸν εἶδος ἐντόμου τρώγοντος τὰ σῦκα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 590, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 26. ΙΙ. κνῖπες, διάφορα εἴδη ἐντόμων ζώντων ὑπὸ τὸν φλοιὸν δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 8, 3., 4 14, 10, κτλ.· πρβλ. κνιπολόγος. ― Τὸ θηλυκ. ἡ κνὶψ ἀπαντᾷ ἐνίοτε, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400. (Πρβλ. κνιπός).
French (Bailly abrégé)
κνιπός (ὁ, ἡ)
différents petits insectes mal identifiés.
Étymologie: DELG rapport plausible avec κναίω, κνίζω, κνύω.
Greek Monolingual
κνίψ, -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)
1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)
2. μικρό μυρμήγκι
3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κνῑπες
α) καταφαγωμένα μάτια
β) ζωύφια που τρώνε το ξύλο («κνῑπες
ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει μάλλον στην ίδια μεγάλη οικογένεια με τα κνίζω, κνῶ, κνύω, κνίδη, κνῖσα κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «τσιμπώ», όπως είναι τα λεττον. kniebt, knipet και το μσν. ολλ. nipen. Έχει ωστόσο διατυπωθεί και η άποψη ότι αποτελεί δάνειο αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η λαιμαργία του εντόμου έδωσε στο κνιπός τη σημ. «πλεονέκτης, φιλάργυρος, τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν κνῖπες και η φλόγωσή τους κνιπότης. Τέλος, η φωνητική ομοιότητα με τα κνέφας, κνεφαίος έδωσαν τη σημ. «σκοτεινός» στα σκνιφαίος, σκνιφόν. ΠΑΡ αρχ. κνίπειος
αρχ.-μσν.
κνιπός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνιπολόγος.
Greek Monotonic
κνίψ: ὁ, γεν. κνῑπός, ονομ. πληθ. κνῖπες, όπως το σκνίψ, μικρό έντομο που δαγκώνει σύκα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κνίψ: κνῑπός ὁ (nom. pl. κνῖπες) фиговый червец или фиговая тля Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνίψ κνιπός, ὁ knips (soort mier).