παιπαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(3b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παιπᾰλόεις:''' όεσσα, όεν каменистый, скалистый утесистый ([[Ἰθάκη]], [[ὄρος]], [[σκοπιή]], [[ὁδός]] Hom.; [[Κύνθος]] HH; βῆσσαι Hes.).
|elrutext='''παιπᾰλόεις:''' όεσσα, όεν каменистый, скалистый утесистый ([[Ἰθάκη]], [[ὄρος]], [[σκοπιή]], [[ὁδός]] Hom.; [[Κύνθος]] HH; βῆσσαι Hes.).
}}
{{elnl
|elnltext=παιπαλόεις -όεσσα -όεν [παιπάλη?, πάλλω?] rotsachtig, ruw.
}}
}}

Revision as of 07:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιπᾰλόεις Medium diacritics: παιπαλόεις Low diacritics: παιπαλόεις Capitals: ΠΑΙΠΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: paipalóeis Transliteration B: paipaloeis Transliteration C: paipaloeis Beta Code: paipalo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, Ep. word,

   A rugged, ὄρος Il.13.17; σκοπιά Od.10.97, 148, 194; of mountain-paths, ὁδός Il.12.168, Od.17.204; ἀταρπός Il.17.743; of rocky islands, 13.33, Od.3.170, 4.671, 11.480, al., h.Ap.172, A.R.4.1635; βῆσσαι Hes.Th.860 (nisi leg. Αἴτνησέσσης).

German (Pape)

[Seite 443] εσσα, εν, bei Hom. Beiw. von ὄρος, Il. 13, 17, Ἴμβρος, 24, 78, Ἶθάκη, Od. 4, 845 u. öfter, Σάμος, 4, 671, σκοπιή, 10, 97, ἀταρπός, Il. 17, 743, ὁδός, 12, 168; βῆσσαι, Hes. Th. 860; Μίμας, Κύνθος, H. h. Apoll. 39. 141; Κάρπαθος, Ap. Rh. 4, 1635; gew. rauh, schroff, jäh erkl., denn die genannten Inseln sind alle felsig, u. der Pfad ein steiler Bergpfad (nur ὁδός wurde von den Alten auch auf παιπάλη zurückgeführt und »staubig« erklärt); die Ableitung ist aber schwierig und der Zusammenhang mit αἰπύς, das man gew. als Stamm annimmt, unklar; richtiger führt man es auf πάλλω zurück mit Herm. zu H. h. Apoll. 39, u. bes. Lucas Progr. von Bonn 1841, der von πάλλω, vom Schleudern des Blitzes im Zickzack, ausgehend, gezackt erkl., βῆσσαι, die im Zickzack sich schlängelnden Thäler, u. so auch die Felsenpfade, wie die Felseninseln, die von weitem bes. den Anblick vielzackiger Höhen gewähren. Die Meinungen der alten Gramm. (E. M. 658, 2) sind sehr verschieden u. unhaltbar, auch die Ableitung von πάλη, wie δυσπαλής, raub, mühsam, schwierig, ist unhaltbar.

Greek (Liddell-Scott)

παιπαλόεις: εσσα, εν, ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἀδήλου σημασίας· παρ’ Ὁμ. ἐπίθ. τῶν ὀρέων, ὄρος Ἰλ. Ν. 17· σκοπιὰ Ὀδ. Κ. 97, 148, 194· ἐπὶ ὀρεινῶν ὁδῶν ἢ ἀτραπῶν, ὁδὸς Ἰλ. Μ. 168, Ὀδ. Ρ. 204· ἀταρπὸς Ἰλ. Ρ. 743· ἐπὶ τῶν βραχωδῶν νήσων Ἴμβρου, Χίου, Σάμου, Ἰθάκης Ἰλ. Ν. 33, Ὀδ. Γ. 170, Δ. 671, Λ. 480, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 172· ἐπὶ τοῦ ἀκρωτηρίου Μίμαντος καὶ τοῦ ὄρους Κύνθου, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 39, 141· παρ’ Ἡσιόδῳ π. βῆσσαι Θεογον. 860· - ἡ καθόλου ἔννοια ἥτις μάλιστα ἁρμόζει εἰς πάντα ταῦτα τὰ παραδείγματα εἶναι, κρημνώδης, πετρώδης, ἀπορρώξ, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ αὐτῆς εἶναι παντάπασιν ἄγνωστος· ὁ Schneid. παραβάλλει τὴν λέξ. πρὸς τὸ δυσπαλής, dif-ficilis.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
rocailleux, raboteux, ou selon d’autres, sinueux, tortueux.
Étymologie: R. Παλ agiter, avec redoubl.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: doubtful word, rugged, rough, epith. of mountains and roads.

Greek Monolingual

παιπαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
(επικ. τ.)
1. τραχύς, απότομος, απόκρημνος («ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με ορεινές οδούς ή ατραπούς) αυτός που έχει πολλές στροφές, ανώμαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιπάλη.

Greek Monotonic

παιπᾰλόεις: -εσσα, -εν, βραχώδης, πετρώδης, παλιά Επικ. λέξη αμφίβ. προέλ., επίθ. που λέγεται για λόφους, μονοπάτια δασών και βραχώδη νησιά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

παιπᾰλόεις: όεσσα, όεν каменистый, скалистый утесистый (Ἰθάκη, ὄρος, σκοπιή, ὁδός Hom.; Κύνθος HH; βῆσσαι Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιπαλόεις -όεσσα -όεν [παιπάλη?, πάλλω?] rotsachtig, ruw.