στρηνιάω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στρηνιάω:''' быть высокомерным (πορνεύειν καὶ σ. NT).
|elrutext='''στρηνιάω:''' быть высокомерным (πορνεύειν καὶ σ. NT).
}}
{{elnl
|elnltext=στρηνιάω in weelde leven. NT.
}}
}}

Revision as of 08:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρηνιάω Medium diacritics: στρηνιάω Low diacritics: στρηνιάω Capitals: ΣΤΡΗΝΙΑΩ
Transliteration A: strēniáō Transliteration B: strēniaō Transliteration C: striniao Beta Code: strhnia/w

English (LSJ)

   A run riot, wax wanton, Antiph.82, Sophil.6, Diph.132, Lyc.Fr.1.2, Apoc.18.7,9, PMeyer 20.23 (iii A.D.);= gerrio, gestio, Gloss.; cf. Phryn.357.

German (Pape)

[Seite 954] überkräftig sein, übermüthig sein, oft in der neuen Comödie, für τρυφάω, zuerst Antiphan. dei Ath. III, 127 d; Diphil. in B. A. 113; N. T.; vgl. Lob. Phryn. 384.

Greek (Liddell-Scott)

στρηνιάω: μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, ἀκολασταίνω, λέξις τῶν ποιητῶν τῆς νέας κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ τρυφάω, Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 (ἔνθα ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, ὡσαύτως ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι, κομπάζω, τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ βαρέως φέρειν».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être orgueilleux, insolent;
2 vivre dans la mollesse.
Étymologie: στρῆνος¹ et στρῆνος².

English (Strong)

from a presumed derivative of στρῆνος; to be luxurious: live deliciously.

English (Thayer)

στρηνιω: 1aor ἐστρηνίασα; (from στρῆνος, which see); a word used in middle and later Comedy for τρυφαν (cf. Lob. ad Phryn., p. 381; (Rutherford, New Phryn., p. 475f; Winer s Grammar, 25)); to be wanton, to live luxuriously: καταστρηνιάω.)

Greek Monotonic

στρηνιάω: μέλ. -άσω, είμαι άσωτος, ακόλαστος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

στρηνιάω: быть высокомерным (πορνεύειν καὶ σ. NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρηνιάω in weelde leven. NT.