ὑπεισέρχομαι: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπεισέρχομαι:''' тихо прокрадываться (λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ [[γῆρας]] Plat.): ὑπεισέρχεται Luc. приходит на ум; πρᾶον σχῆμ᾽ ὑπεισελθεῖν Men. надеть на себя личину кротости. | |elrutext='''ὑπεισέρχομαι:''' тихо прокрадываться (λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ [[γῆρας]] Plat.): ὑπεισέρχεται Luc. приходит на ум; πρᾶον σχῆμ᾽ ὑπεισελθεῖν Men. надеть на себя личину кротости. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor2 -εισῆλθον<br />Dep. to [[enter]] [[secretly]], to [[come]] [[into]] one's [[mind]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:10, 10 January 2019
English (LSJ)
A enter upon secretly, λαθὸν ὑπεισῆλθεν τὸ γῆρας, v.l. for ὑπῆλθεν, came on me unawares, Pl.Ax.367b; πάντως ἂν οἶκτος αὐτὸν ὑπεισῆλθε pity would have stolen over him, Lib.Decl.6.38 (v.l. ὑπῆλθε). 2 come into one's mind, Luc.Merc.Cond.11. 3 enter instead, be substituted, τῶν συμφώνων τούτων, ἃ ὑπεισέρχεται εἰς τὸν τόπον τούτου the consonants which are substituted for it, Dosith. p.385 K. 4 enter a body in one's turn, εἰς τοὺς ἐμοὺς ἀνθρώπους PGiss.40i6 (iii A. D.); succeed to office, βουλευτικὸν φρόντισμα PSI6.684.4 (iv/v A. D.). II slip into, assume, πρᾶον σχῆμ' ὑπεισελθών Men.689.
German (Pape)
[Seite 1185] (s. ἔρχομαι), darunter od. heimlich hineinkommen, beschleichen; εἶτα λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ γῆρας Plat. Ax. 367 b; – bes. von Gemüthsstimmungen, ὑπεισέρχεταί με δέος, ἔλεος, Furcht, Mitleid beschleicht mich, Luc. de merc. cond. 11. 16; vgl. Schäf. Greg. Cor. p. 375 u. Jacobs Ach. Tat. p. 995.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεισέρχομαι: ἀποθ., ἐπέρχομαι κρυφίως, πλησιάζω ἀνεπαισθήτως, γῆρας ὑπεισῆλθέ μοι λαθόν, μὲ κατέλαβεν ἀπροσδοκήτως, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· ὑπεισέρχεταί με δέος, ἔλεος, μὲ καταλαμβάνει κατὰ μικρόν, Schäf. εἰς Γρηγόρ. σελ. 375. 2) ἐπέρχεται εἰς τὸν νοῦν τινος, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 11. ΙΙ. ὑποδύομαι, ἀναλαμβάνω, πρᾶον σχῆμ’ ὑπεισελθὼν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ὑπεισῆλθον;
se glisser furtivement ou peu à peu dans.
Étymologie: ὑπό, εἰσέρχομαι.
Greek Monolingual
ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ
1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος
2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του
νεοελλ.
μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι
μσν.-αρχ.
1. διαδέχομαι
2. επηρεάζω, πείθω («εἴτε διὰ χρημάτων εἴτε διὰ τῆς ἀθέου αὐτῶν θρησκείας, κακῶσαι τοὺς χριστιανούς», Μάρκ. Δ.)
αρχ.
1. (για σκέψη) έρχομαι στον νου κάποιου
2. αναλαμβάνω («πρᾱον σχῆμ' ὑπεισελθών», Μέν.).
Greek Monotonic
ὑπεισέρχομαι: αόρ. βʹ -εισῆλθον, αποθ. μπαίνω κρυφά, έρχομαι, μπαίνω στο μυαλό κάποιου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεισέρχομαι: тихо прокрадываться (λαθὸν ὑπεισῆλθε τὸ γῆρας Plat.): ὑπεισέρχεται Luc. приходит на ум; πρᾶον σχῆμ᾽ ὑπεισελθεῖν Men. надеть на себя личину кротости.
Middle Liddell
aor2 -εισῆλθον
Dep. to enter secretly, to come into one's mind, Luc.