μετανίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετανίσσομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> переходить: [[ἦμος]] δ᾽ Ἠέλιος μετενίσσετο [[βουλυτόνδε]] Hom. когда Солнце стало склоняться ко времени распряжки волов, т. е. к вечеру;<br /><b class="num">2)</b> приходить за (кем-л.), прибывать, чтобы взять (τὰν Μενελάου ἄλοχον Eur.).
|elrutext='''μετανίσσομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> переходить: [[ἦμος]] δ᾽ Ἠέλιος μετενίσσετο [[βουλυτόνδε]] Hom. когда Солнце стало склоняться ко времени распряжки волов, т. е. к вечеру;<br /><b class="num">2)</b> приходить за (кем-л.), прибывать, чтобы взять (τὰν Μενελάου ἄλοχον Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><br /><b class="num">I.</b> to [[pass]] [[over]] to the [[other]] [[side]], Ἠέλιος μετενίσσετο the sun was [[passing]] [[over]] the meridian, Hom.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. to go [[after]], [[pursue]], Eur.: also to win, get [[possession]] of, Pind.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 151] (s. νίσσομαι), hinüber, auf die andere Seite gehen; ἦμος δ' Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Il. 16, 779, Od. 9, 58, sobald Helios zum Stierabspannen, d. i. zur abendlichen Seite des Himmels hinüberwandelte; – nach Einem gehen, um ihn zu erreichen, μετανίσσεαι αὐτόν, Pind. P. 5, 8; Eur. Troad. 131.

Greek (Liddell-Scott)

μετανίσσομαι: ἀποθετ., πορεύομαι, μεταβαίνω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, ἦμος δ’ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, ὅτε δὲ ὁ Ἥλιος ἐχώρει πρὸς τὴν ἑσπέραν, καθ’ ὃν χρόνον οἱ βόες ἀπολύονται τῶν ἔργων, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58· ― ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέω, χύνομαι εἰς ἕτερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 658. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, διώκω, Εὐρ. Τρῳ. 131· ὡσαύτως, κερδαίνω, λαμβάνω κατοχήν τινος, Πινδ. Π. 5, 8· ἀπέρχομαι εἰς ἀναζήτησίν τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1245, Ἀνθ. Π. 0. 384 (ἔνθα μετανείσεται).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
se diriger d’un autre côté, s’en aller, s’éloigner.
Étymologie: μετά, νίσσομαι.

English (Autenrieth)

pass over (the meridian), of the sun, only w. βουλῦτόνδε.

Greek Monotonic

μετανίσσομαι:I. αποθ., περνώ στην άλλη πλευρά, Ἠέλιος μετενίσσετο, ο ήλιος περνούσε από τον μεσημβρινό, σε Όμηρ.
II. με αιτ., επιδιώκω, στοχεύω, σε Ευρ.· επίσης, νικώ, αποκτώ κυριότητα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μετανίσσομαι:
1) переходить: ἦμος δ᾽ Ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε Hom. когда Солнце стало склоняться ко времени распряжки волов, т. е. к вечеру;
2) приходить за (кем-л.), прибывать, чтобы взять (τὰν Μενελάου ἄλοχον Eur.).

Middle Liddell



I. to pass over to the other side, Ἠέλιος μετενίσσετο the sun was passing over the meridian, Hom.
II. c. acc. to go after, pursue, Eur.: also to win, get possession of, Pind.