ἁγιασμός: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(1a) |
(nl) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[consecration]], [[sanctification]], NTest. | |mdlsjtxt=[[consecration]], [[sanctification]], NTest. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἁγιασμός]] -ου, ὁ [[ἁγιάζω]] heiliging; ook pass. het geheiligd worden :. ἐν ἁγιασμῷ πνεύματος geheiligd door de geest NT 1 Pet. 1.2; [[εἰς]] ἁγιασμόν om heilig te leven NT Rom. 6.19. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, ὁ,
A consecration, sanctification, LXX Jd.17.3,al., 1 Ep.Thess.4.7.
German (Pape)
[Seite 14] ὁ, Heiligung, N. T. Auch D. Hal. 1, 21; vgl. ἁγισμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιασμός: -οῦ, ὁ, ἀφιέρωσις· «ἁγιασμῷ ἠγίασα τὸ ἀργύριον τῷ Κυρίῳ», Ο΄, Κριτ. 17, 3· καθιέρωσις, καθαγιασμός· «θυσίαν ἁγιασμοῦ», Σειράχ 7, 31· «ὄνομα ἁγιασμοῦ» = ἅγιον ὄνομα, παρὰ τῷ αὐτῷ 17, 8. - «ἔλαβον ἐκ τῶν υἱῶν ὑμῶν εἰς προφήτας καὶ ἐκ τῶν νεανίσκων ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν», δηλ. ὅπως γένωνται «ναζιραῖοι», Ἀμώς 2, 11. Ἴδε Κοντογόνου Ἑβρ. Ἀρχ. σ. 144. β) Ναός, ἱερόν, ἁγιαστήριον, «τὸν οἶκον τοῦ ἁγιασμοῦ» = τὸν ἅγιον οἶκον, Μακκ. Β΄, 2. 17. Γ΄, 2, 18. γ) τὸ μυστήριον τῆς μεταλήψεως, Συνοδ. Καρθ. καν. 72. δ) ἡ εὐχὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 140, καὶ ἄλλοθι. - Ἡ ἀκολουθία τοῦ μικροῦ ἁγιασμοῦ, ἥτις ἀναγινώσκεται μόνον κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανίων, τοῦτ’ ἔστι τῇ ἕκτῃ Ἰανουαρίου μετὰ τὴν λειτουργίαν, Εὐχολ. (πρβλ. Ἡροδ. Ι, 51· «ὁ δὲ ἀργύρεος (κρητήρ), ἐπὶ τοῦ προνηΐ� τῆς γωνίης χορέων ἀμφορέας ἑξακοσίους· ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ τῶν Δελφῶν Θεοφανίοισι». Τερτουλλ. 1, 1204Β. Χρυσόστ. 11, 369D. «Διά τοι τοῦτο καὶ ἐν μεσονυκτίῳ κατὰ τὴν ἑορτὴν ταύτην ἅπαντες ὑδρευσάμενοι οἴκαδε τὰ νάματα ἀποτίθενται, καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ὁλόκληρον φυλάττουσιν, ἅτε δὴ σήμερον ἁγιασθέντων τῶν ὑδάτων»· καὶ Θεοδ. Λεκτ. 2, 48, σ. 209Α «τὴν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐν τοῖς Θεοφανίοις ἐπίκλησιν ἐν τῇ ἑσπέρᾳ γίνεσθαι.»).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 consécration, sanctification;
2 lieu consacré, sanctuaire.
Étymologie: ἁγιάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 santificación, consagración ἁγιασμῷ ἡγίασα τὸ ἀργύριον LXX Id.17.3, ἔλαβον ... ἐκ νεανίσκων εἰς ἁγιασμόν LXX Am.2.11, cf. Ep.Rom.6.19, 22, ἀποδοὺς καὶ τὸ ἱεράτευμα καὶ τὸν ἁ. LXX 2Ma.2.17, op. ἀκαθαρσία 1Ep.Thess.4.7, ἐγκράτεια ἐν ἁ. 1Ep.Clem.35.2, ἀληθείης ἁ. Nonn.Par.Eu.Io.17.19.
2 en gener. santidad θυσίαν ἁγιασμοῦ LXX Si.7.31, ὄνομα ἁγιασμοῦ LXX Si.17.10, ἅγιε παντὸς ἁγιασμοῦ, κύριε LXX 2Ma.14.36, cf. 1Ep.Cor.1.30, ποιεῖν τὰ τοῦ ἁ. 1Ep.Clem.30.1, πνεῦμα ἁ. T.Leu.18.7, cf. Dion.Ar.DN 1.6.
English (Abbott-Smith)
† ἁγιασμός, -οῦ, ὁ (< ἁγιάζω), [in LXX: Ez 45:4 (מִקְדָּשׁ), Si 7:31, etc.;]
as an active verbal noun in -μός, it signifies properly the process τὸ ἁγιάζειν, rather than the resultant state, ἁγιωσύνη, hence,
1.consecration;
2.sanctification: so strictly in Ro 6:19,22 (but v. Meyer), I Co 1:30, I Th 4:3,7, II Th 2:13, He 12:14, I Pe 1:2. Elsewhere it perhaps (Ellic.; but v. Milligan, Th., 48) inclines to the resultant state: I Th 4:4, I Ti 2:15 (Cremer, 55, 602). †
English (Strong)
from ἁγιάζω; properly, purification, i.e. (the state) purity; concretely (by Hebraism) a purifier: holiness, sanctification.
English (Thayer)
(οῦ, ὁ, a word used only by Biblical and ecclesiastical writings (for in Diodorus 4,39; Dionysius Halicarnassus 1,21, ἁγισμός is the more correct reading), signifying:
1. consecration, purification, τό ἁγιάζειν.
2. the effect of consecration: sanctification of heart and life, ἁγιασμός πνεύματος sanctification wrought by the Holy Spirit, Alexandrian LXX); 1 Thessalonians 3:13.)
Greek Monotonic
ἁγιασμός: -οῦ, ὁ, καθαγιασμός, αφιέρωση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἁγιασμός: ὁ освящение, очищение NT.
Middle Liddell
consecration, sanctification, NTest.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἁγιασμός -ου, ὁ ἁγιάζω heiliging; ook pass. het geheiligd worden :. ἐν ἁγιασμῷ πνεύματος geheiligd door de geest NT 1 Pet. 1.2; εἰς ἁγιασμόν om heilig te leven NT Rom. 6.19.