συμμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμμανθάνω:''' <b class="num">1)</b> совместно или одновременно учиться (τινί Plat.): οὐδεὶς ἐπίσταταί με σ. [[τόπος]] Soph. ни одно место не может меня научить, т. е. нигде не могу я узнать (где Эант);<br /><b class="num">2)</b> привыкать: ἡδὺ συμμαθόντι τὸ [[πῶμα]] ἦν Xen. этот напиток был приятен для того, кто привык (к нему).
|elrutext='''συμμανθάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> совместно или одновременно учиться (τινί Plat.): οὐδεὶς ἐπίσταταί με σ. [[τόπος]] Soph. ни одно место не может меня научить, т. е. нигде не могу я узнать (где Эант);<br /><b class="num">2)</b> привыкать: ἡδὺ συμμαθόντι τὸ [[πῶμα]] ἦν Xen. этот напиток был приятен для того, кто привык (к нему).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -μᾰθήσομαι aor2 συνέμᾰθον<br />to [[learn]] [[along]] with [[another]], c. dat., Xen.: absol. to [[share]] in the [[knowledge]] of a [[thing]], Soph.; ὁ συμμαθών one that is [[accustomed]] to a [[thing]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. -μᾰθήσομαι aor2 συνέμᾰθον<br />to [[learn]] [[along]] with [[another]], c. dat., Xen.: absol. to [[share]] in the [[knowledge]] of a [[thing]], Soph.; ὁ συμμαθών one that is [[accustomed]] to a [[thing]], Xen.
}}
}}

Revision as of 11:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμανθάνω Medium diacritics: συμμανθάνω Low diacritics: συμμανθάνω Capitals: ΣΥΜΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: symmanthánō Transliteration B: symmanthanō Transliteration C: symmanthano Beta Code: summanqa/nw

English (LSJ)

   A learn along with, share in the knowledge, τινι X.Smp. 2.20; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Id.An.4.5.27; οὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος no place knows that I have shared its secret, S.Aj.869 (lyr., s.v.l.; διδάξαι Sch.).

German (Pape)

[Seite 980] (s. μανθάνω), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος, wo es fälschlich für συνδιδάσκω genommen wird; ἡδὺ πόμα συμμαθόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεθισθέντι.

Greek (Liddell-Scott)

συμμανθάνω: μανθάνω ὁμοῦ μετά τινος, μετέχω ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, τινὶ Ξεν. Συμπ. 2, 21· ὁ συμμαθών, ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 27· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 869 τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. διὰ τοῦ διδάξαι, ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι ἐφθαρμένη· ὁ Elmsl. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ ὥστε με σ., ὥστε νὰ συμμετάσχω τῆς γνώσεως, νὰ μάθω τὸ μυστικόν, ὁ δὲ Jebb προτείνει ἀντὶ τοῦ συμμαθεῖν τὸ συνναίειν, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

1 s’instruire ou apprendre avec;
2 s’habituer à.
Étymologie: σύν, μανθάνω.

Greek Monolingual

Α μανθάνω
1. μαθαίνω κάτι από κοινού με άλλον, μετέχω στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσης
2. συνηθίζω σε κάτι.

Greek Monotonic

συμμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ συνέμᾰθον· μαθαίνω μαζί με κάποιον άλλο, πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω μερίδιο στη γνώση κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· ὁ συμμαθών, αυτός που είναι συνηθισμένος, εθισμένος σε κάτι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μανθάνω samen (met...) leren; mede leren, ook leren:; πάνυ ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν als je het eenmaal ook had leren kennen, was het drankje heel lekker Xen. An. 4.5.27; samen (met...) weten:. κοὐδεὶς ἐπισπᾶταί με συμμαθεῖν τόπος (ik ben overal geweest) en niet één plaats brengt me ertoe zijn kennis (over waar Ajax is) te delen Soph. Ai. 869 ( lyr. ).

Russian (Dvoretsky)

συμμανθάνω:
1) совместно или одновременно учиться (τινί Plat.): οὐδεὶς ἐπίσταταί με σ. τόπος Soph. ни одно место не может меня научить, т. е. нигде не могу я узнать (где Эант);
2) привыкать: ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν Xen. этот напиток был приятен для того, кто привык (к нему).

Middle Liddell

fut. -μᾰθήσομαι aor2 συνέμᾰθον
to learn along with another, c. dat., Xen.: absol. to share in the knowledge of a thing, Soph.; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Xen.