Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραλυτικός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από μία [[μορφή]] παραλύσεως («παραλυτικά [[άκρα]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[παραλυτικός]] και <i>η παραλυτική</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράλυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει, που προκαλεί [[παράλυση]] («η παραλυτική [[ενέργεια]] μερικών βοτάνων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «παραλυτική [[έκκριση]]»<br /><b>φυσιολ.</b> η [[έκκριση]] ενός αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] του εκκριτικού του νεύρου, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[έκκριση]] του υπογνάθιου αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] της χορδής του τυμπάνου<br />β) «παραλυτικό [[βάδισμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[απόκλιση]] του βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε [[παράλυση]] του περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή [[δυστροφία]]<br />γ) «[[παραλυτικός]] [[ίλιγγος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] του αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και [[ποικιλία]] παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. [[σύνδρομο]] Ζερλιέ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράλυτος]]. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>paralytique</i>].
|mltxt=-ή, -ό, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από μία [[μορφή]] παραλύσεως («παραλυτικά [[άκρα]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[παραλυτικός]] και <i>η παραλυτική</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράλυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει, που προκαλεί [[παράλυση]] («η παραλυτική [[ενέργεια]] μερικών βοτάνων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «παραλυτική [[έκκριση]]»<br /><b>φυσιολ.</b> η [[έκκριση]] ενός αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] του εκκριτικού του νεύρου, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[έκκριση]] του υπογνάθιου αδένα [[μετά]] από [[διατομή]] της χορδής του τυμπάνου<br />β) «παραλυτικό [[βάδισμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[απόκλιση]] του βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε [[παράλυση]] του περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή [[δυστροφία]]<br />γ) «[[παραλυτικός]] [[ίλιγγος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] του αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και [[ποικιλία]] παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. [[σύνδρομο]] Ζερλιέ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράλυτος]]. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>paralytique</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλῠτικός Medium diacritics: παραλυτικός Low diacritics: παραλυτικός Capitals: ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paralytikós Transliteration B: paralytikos Transliteration C: paralytikos Beta Code: paralutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A paralytic, Ev.Matt.4.24, Dsc.1.16, Ruf. ap. Orib.8.39.8.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, an einer Seite gelähmt, paralytisch, Sp., N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παραλῠτικός: -ή, -όν, πάσχων παράλυσιν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 24, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
paralytique NT.
Étymologie: παράλυτος.

English (Strong)

from a derivative of παραλύω; as if dissolved, i.e. "paralytic": that had (sick of) the palsy.

English (Thayer)

παραλυτικη, παραλυτικόν (from παραλύω, which see), paralytic, i. e. suffering from the relaxing of the nerves of one side; universally, disabled, weak of limb (A. V. palsied, sick of the palsy): L WH marginal reading in Riehm, HWB, under the word Krankheiten, 5; B. D. American edition, p. 1866b.)

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση
2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα»)
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική
άτομο που πάσχει από παράλυση
νεοελλ.
1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί παράλυση («η παραλυτική ενέργεια μερικών βοτάνων»)
2. φρ. α) «παραλυτική έκκριση»
φυσιολ. η έκκριση ενός αδένα μετά από διατομή του εκκριτικού του νεύρου, όπως είναι λ.χ. η έκκριση του υπογνάθιου αδένα μετά από διατομή της χορδής του τυμπάνου
β) «παραλυτικό βάδισμα»
ιατρ. απόκλιση του βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε παράλυση του περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή δυστροφία
γ) «παραλυτικός ίλιγγος»
ιατρ. νόσος του αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και ποικιλία παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. σύνδρομο Ζερλιέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλυτος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. paralytique].

Greek Monotonic

παραλῠτικός: -ή, -όν, παράλυτος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παραλῠτικός: расслабленный, разбитый параличом NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλυτικός -ή -όν [παραλύω] verlamd.

Middle Liddell

παραλῠτικός, ή, όν [from παράλῠσις]
paralytic, NTest.