προσποιητός: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(1b)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσποιητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α [[προσποιοῡμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[προσποίηση]], [[ψεύτικος]], [[πλαστός]], [[επίπλαστος]], [[επιτηδευμένος]], [[υποκριτικός]] (α. «προσποιητό [[χαμόγελο]]» β. «προσποίητος [[φιλανθρωπία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. εν. ως ουσ.) <i>ὁ [[προσποιητός]]<br />[[διεκδικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο [[πρέπει]] να υιοθετήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προσποιητός]]<br />ο [[υποκριτής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσποιητώς</i> / <i>προσποιητῶς</i> ΝΜΑ, και <i>προσποιητά</i> Ν<br />με υποκριτικό τρόπο, με [[προσποίηση]], επιτηδευμένα.
|mltxt=-ή, -ό / [[προσποιητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α [[προσποιοῡμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[προσποίηση]], [[ψεύτικος]], [[πλαστός]], [[επίπλαστος]], [[επιτηδευμένος]], [[υποκριτικός]] (α. «προσποιητό [[χαμόγελο]]» β. «προσποίητος [[φιλανθρωπία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ [[προσποιητός]]<br />[[διεκδικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο [[πρέπει]] να υιοθετήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προσποιητός]]<br />ο [[υποκριτής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσποιητώς</i> / <i>προσποιητῶς</i> ΝΜΑ, και <i>προσποιητά</i> Ν<br />με υποκριτικό τρόπο, με [[προσποίηση]], επιτηδευμένα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποιητός Medium diacritics: προσποιητός Low diacritics: προσποιητός Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: prospoiētós Transliteration B: prospoiētos Transliteration C: prospoiitos Beta Code: prospoihto/s

English (LSJ)

όν, or ή, όν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—

   A taken to oneself, assumed, affected, pretended, ἐραστής Pl.Ly.222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. καλοκἀγαθία Din.3.18; φιλανθρωπία Arist.VV1251b3; φυγή Demarat. l.c. Adv. -ητῶς or -ήτως, opp. τῷ ὄντι, Pl.Tht.174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. προσποιητά as Adv., Babr.103.5, 106.17.    2 to be adopted, Stoic.1.57.

German (Pape)

[Seite 778] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Ggstz γνήσιος, Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – υἱός, ein angenommener, adoptirter Sohn.

Greek (Liddell-Scott)

προσποιητός: -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ ἀληθής, ψευδής, ὑποκριτικός, ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. καλοκαγαθία Δείναρχ. 110. 34· φιλανθρωπία Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· ὡσαύτως προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
simulé ; adv. • προσποιητά, par feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α προσποιοῡμαι
1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)
μσν.
(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ προσποιητός
διεκδικητής
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς
2. το αρσ. ως ουσ.προσποιητός
ο υποκριτής.
επίρρ...
προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Ν
με υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.

Greek Monotonic

προσποιητός: -όν και -ή, -όν, ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός, σε Δημ.· επίρρ. -τῶς ή -τως, αντίθ. προς τῷ ὄντι, σε Πλάτ.· επίσης προσποιητά, ως επίρρ., σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

προσποιητός: и προσποίητος 2 притворный, деланный, напускной (ἐραστής Plat.; ὀργή Arst.; ἔχθραι Dem.; φυγή Plut.).

Middle Liddell

προσποιητός, όν
taken to oneself, assumed, affected, pretended, Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.