προαγωγός: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proagogos | |Transliteration C=proagogos | ||
|Beta Code=proagwgo/s | |Beta Code=proagwgo/s | ||
|Definition=όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[leading on]], <b class="b3">εἰς πειθώ</b> Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>14</span>; πρὸς τὸ ἄμετρον Longin.32.7; προαγωγός τοῦ δήμου <span class="bibl">Poll. 4.34</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[producing]], [[dispensing]], [[ὁ πάντων προαγωγός]], [[the procurer of all things]], of [[God]], <span class="bibl">Agath.3.19</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Subst. [[pimp]], [[pander]], [[bully]], [[dalaal]], [[fishmonger]], [[fleshmonger]], [[hoon]], [[hustler]], [[mack]], [[mack daddy]], [[nookie-bookie]], [[pussymonger]], [[souteneur]], [[whoreman]], [[whoremaster]], [[whoremonger]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1028</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>1079</span>, <span class="bibl">Aeschin.1.184</span>, etc.: fem., [[procuress]], ibid., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>341</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., in good sense, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.64</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 05:26, 5 August 2019
English (LSJ)
όν,
A leading on, εἰς πειθώ Sch.S.OT14; πρὸς τὸ ἄμετρον Longin.32.7; προαγωγός τοῦ δήμου Poll. 4.34. 2 producing, dispensing, ὁ πάντων προαγωγός, the procurer of all things, of God, Agath.3.19. II Subst. pimp, pander, bully, dalaal, fishmonger, fleshmonger, hoon, hustler, mack, mack daddy, nookie-bookie, pussymonger, souteneur, whoreman, whoremaster, whoremonger, Ar.V.1028, Ra.1079, Aeschin.1.184, etc.: fem., procuress, ibid., Ar.Th.341. 2 metaph., in good sense, X.Smp.4.64.
German (Pape)
[Seite 705] fortführend, Sp. – Bes. Leute zusammenführend, Liebesverhältnisse befördernd, ὁ, der Kuppler, Ar. Thesm. 341 Ran. 1077; Xen. Conv. 4, 65; vgl. Aesch. 1, 184, wo hinzu gesetzt ist ὅτι ἐπὶ μισθῷ τὸ πρᾶγμα εἰς διάπειραν καὶ λόγον κατέστησεν, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰγωγός: -όν, (προάγω) ὁ προάγων, ὁδηγῶν εἴς τι, εἰς πειθὼ Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο.Τ. 14· πρὸς τὸ ἄμετρον Λογγῖν. 32. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μεσίτης πορνῶν καὶ τῶν τοιούτων, μαστροπός, μαυλιστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1079, Σφ. 1028, Θεσμ. 341, Αἰσχίν. 26. 17. 2) μεταφορ., ἀγαθόν σε ἔφην προαγωγὸν εἶναι, μεσίτην, Ξεν. Συμπ. 4. 64, Πολυδ. Δ΄, 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προαγωγός· διδάσκαλος κακῶν, καὶ μαστροπός, μαυλιστής, καὶ ἡ ἐπ’ αἰσχροῖς ἐπὶ τὸ πορνεῦσαι προάγουσά τινας».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pousse en avant, qui pousse vers ; séducteur, corrupteur;
2 fig. négociateur.
Étymologie: προάγω.
Greek Monolingual
ο, η / προαγωγός ΝΑ προάγω
αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην πορνεία, μαστροπός, εκμαυλιστής
αρχ.
ως επίθ.
1. αυτός που οδηγεί κάπου («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)
2. (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει κάτι, ο χορηγός
3. ως ουσ. (με καλή σημ.) ο μεσίτης («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν εἶναι», Ξεν.).
Greek Monotonic
προᾰγωγός: ὁ (προάγω),
1. αυτός που οδηγεί σε κάτι, μαστροπός, σωματέμπορος, προαγωγός, σε Αριστοφ., Αισχίν.
2. μεσολαβητής, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προαγωγός -οῦ, ὁ en ἡ προάγω pooier; hoerenmadam, koppelaarster. Aristoph. Th. 341.
Russian (Dvoretsky)
προᾰγωγός: ὁ сводник, совратитель Arph., Xen., Aeschin. etc.
Middle Liddell
προάγω
1. one who leads on: a pander, pimp, procurer, Ar., Aeschin.
2. a negotiator, Xen.