παῦλα: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=payla | |Transliteration C=payla | ||
|Beta Code=pau=la | |Beta Code=pau=la | ||
|Definition=ἡ, (παύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">rest, pause</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>88</span> ; <b class="b3">οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο</b> there seemed to be no <b class="b2">end of it</b>, <span class="bibl">Th.6.60</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. gen., <b class="b3">π. νόσου</b> | |Definition=ἡ, (παύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">rest, pause</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>88</span> ; <b class="b3">οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο</b> there seemed to be no <b class="b2">end of it</b>, <span class="bibl">Th.6.60</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. gen., <b class="b3">π. νόσου</b> [[cessation]] or [[end]] of disease, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1329</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span> 2.124</span> ; κακῶν <span class="bibl">S. <span class="title">Tr.</span>1255</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>15</span> ; <b class="b3">μόχθων</b> prob. in <span class="bibl">B.9.8</span> ; παροξυσμοῦ Gal.10.604 ; παῦλαν ἔχον κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>245c</span> ; ἡδονὴν… παῦλαν λύπης εἶναι <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>584b</span> ; π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>585a35</span> ; ἡ π. τῆς τεκνοποιίας <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1335a31</span> ; <b class="b3">παῦλάν τιν' αὐτῶν</b> some <b class="b2">means of stopping</b> them, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.7.32</span>. (Written <b class="b3">παῦλλα</b> Puchstein <span class="title">Epigr.Gr.</span>p.7.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:25, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ, (παύω)
A rest, pause, S.OC88 ; οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο there seemed to be no end of it, Th.6.60. 2 c. gen., π. νόσου cessation or end of disease, S.Ph.1329, cf. Hp.Mul. 2.124 ; κακῶν S. Tr.1255, Plu.Thes.15 ; μόχθων prob. in B.9.8 ; παροξυσμοῦ Gal.10.604 ; παῦλαν ἔχον κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Pl.Phdr.245c ; ἡδονὴν… παῦλαν λύπης εἶναι Id.R.584b ; π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι Arist. HA585a35 ; ἡ π. τῆς τεκνοποιίας Id.Pol.1335a31 ; παῦλάν τιν' αὐτῶν some means of stopping them, X.An.5.7.32. (Written παῦλλα Puchstein Epigr.Gr.p.7.)
German (Pape)
[Seite 537] ἡ, Ruhe, Rast, das Aufhören; κακῶν, Soph. Trach. 1255; Ar. Lys. 772; νόσου, Soph. Phil. 1329; λύπης, Plat. Rep. IX, 584 b; κινήσεως, ζωῆς, Phaedr. 245 c; ἀγνοίας, Pol. 12, 28, 5; Folgde. Auch das Beendigen, Xen. An. 5, 7, 32.
Greek (Liddell-Scott)
παῦλα: -ης, -ἡ, (παύω) παῦσις, ἀνάπαυσις, σημεῖον ἀναπαύσεως, Σοφ. Ο. Κ. 88· οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο, δὲν ἐφαίνετο τέλος αὐτοῦ, Θουκ. 6. 60. 2) μετὰ γενικ., π. νόσου, κακῶν, παῦσις ἢ τέλος ἀσθενείας, κτλ., ἢ ἀνάπαυσις ἀπό ..., Σοφοκλ. Φιλ. 1329, Τρ. 1255, Πλούτ., κτλ.· παῦλαν ἔχον τῆς κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Πλάτ. Φαῖδρ 245C· ἡδονὴν … παῦλαν λύπης εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 584Β· π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 5, 2· ἡ π. τῆς τεκνοποιίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 7. 16. 9· ― παῦλάν τιν’ αὐτῶν, μέσον τι πρὸς παῦσιν αὐτῶν, Ξεν. Ἀν. 5. 7. 32.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 cessation, repos ; fin;
2 action ou moyen de faire cesser, gén..
Étymologie: παύω.
Greek Monolingual
η / παῡλα, ΝΑ
παύση, κατάπαυση, τέλος, σταμάτημα, διακοπή («παῡλα κακῶν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. γραμμ. σημείο στίξεως, αλλ. κεραία (—), με το οποίο σημαίνεται διακοπή της σειράς του λόγου, προκειμένου να παρεμβληθεί μια αυτοτελής ή παρενθετική φράση ή πρόταση, η οποία μπορεί να τεθεί και μεταξύ δύο κομμάτων ή μέσα σε παρένθεση
2. μουσ. η παύση
3. φρ. «τελεία και παύλα» — λέγεται για δήλωση οριστικού τερματισμού και παραίτησης από κάθε περαιτέρω ενέργεια ή συζήτηση για ένα θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ- του παύω + επίθημα -λ-α (πρβλ. τρώγ-λ-η)].
Greek Monotonic
παῦλα: ἡ (παύω)·
1. παύση, ανάπαυση, σταμάτημα, τέλος, ανάπαυλα, σε Σοφ.· οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο, φαίνεται πως δεν υπάρχει τέλος σ' αυτό, σε Θουκ.
2. με γεν., παῦλα νόσον, παύση της ασθένειας ή τέλος αυτής, σε Σοφ.· παῦλάν τιν'αὐτῶν, κάποια μέσα για να σταματήσουν αυτούς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παῦλα: ἡ прекращение, окончание, конец (νόσου Soph.; λύπης Plat.): παῦλαν ἔχον τῆς κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Plat. то, что перестает двигаться, перестает (и) жить; οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο Thuc. не видно было конца этому; σκοπεῖν παῦλάν τινος Xen. принимать меры к прекращению чего-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παῦλα -ας, ἡ [παύω] rust, einde:; παῦλαν ἴσθι τῆσδε μή ποτ ’ ἂν τυχεῖν νόσου weet dat je nooit verlossing krijgt van deze ziekte Soph. Ph. 1329; concr.: σκοπεῖτε παῦλάν τινα αὐτῶν zoek een middel om hen te stoppen Xen. An. 5.7.32.
Middle Liddell
παῦλα, ἡ, παύω
1. rest, a resting-point, stop, end, pause, Soph.; οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο there seemed to be no end of it, Thuc.
2. c. gen., π. νόσου cessation of disease or rest from it, Soph.; παῦλάν τιν' αὐτῶν some means of stopping them, Xen.