προτακτικός: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(4)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protaktikos
|Transliteration C=protaktikos
|Beta Code=protaktiko/s
|Beta Code=protaktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">used as prefix</b>, φωνήεντα <span class="bibl">D.T.631.7</span>; <b class="b3">στοιχεῖα, συλλαβή</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>7.5</span>,<span class="bibl">7</span>; <b class="b3">σύνδεσμος</b>, opp. <b class="b3">ὑποτακτικός</b>, ib.<span class="bibl">306.6</span>; <b class="b3">ἄρθρον π</b>. the <b class="b2">prepositive</b> article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. <span class="title">Synt.</span>306.15; π. θέσις <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>180.7</span>. Adv. προ-κῶς, opp. <b class="b3">ὑποτακτικῶς</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>227.15</span>, cf.<span class="bibl">Syrian.<span class="title">in Metaph.</span>164.22</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">used as prefix</b>, φωνήεντα <span class="bibl">D.T.631.7</span>; <b class="b3">στοιχεῖα, συλλαβή</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>7.5</span>,<span class="bibl">7</span>; <b class="b3">σύνδεσμος</b>, opp. <b class="b3">ὑποτακτικός</b>, ib.<span class="bibl">306.6</span>; <b class="b3">ἄρθρον π</b>. the [[prepositive]] article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. <span class="title">Synt.</span>306.15; π. θέσις <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>180.7</span>. Adv. προ-κῶς, opp. <b class="b3">ὑποτακτικῶς</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>227.15</span>, cf.<span class="bibl">Syrian.<span class="title">in Metaph.</span>164.22</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:15, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτακτικός Medium diacritics: προτακτικός Low diacritics: προτακτικός Capitals: ΠΡΟΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: protaktikós Transliteration B: protaktikos Transliteration C: protaktikos Beta Code: protaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A used as prefix, φωνήεντα D.T.631.7; στοιχεῖα, συλλαβή, A.D.Synt.7.5,7; σύνδεσμος, opp. ὑποτακτικός, ib.306.6; ἄρθρον π. the prepositive article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. Synt.306.15; π. θέσις A.D.Adv.180.7. Adv. προ-κῶς, opp. ὑποτακτικῶς, Id.Synt.227.15, cf.Syrian.in Metaph.164.22.

German (Pape)

[Seite 790] ή, όν, vorausstellend, voranzusetzen, Sp.; ἄρθρον προτακτικόν, bei den Gramm., articulus praepositivus, ὁ, ἡ, τό.

Greek (Liddell-Scott)

προτακτικός: -ή, -όν, ὁ προτασσόμενος, φωνήεντα (α, ε, η, ο, ω), διότι ἀποτελοῦσι τὸ πρῶτον γράμμα τῶν διφθόγγων, Διον. Θρᾷξ 631. 6· ἄρθρον προτ., τὸ προτασσόμενον ἄρθρον ὁ, ἡ, τό, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 301. ― Ἐπίρρ. προτακτικῶς Ἀπολλ. Δ. Συντ. 227. 15.

French (Bailly abrégé)

ή, ον :
qu’on place devant ; t. de gramm. τὸ προτακτικὸν ἄρθρον l’article antéposé, càd l’article défini ὁ, ἡ, τό.
Étymologie: προτάσσω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προτακτικός, -ή, -όν, ΝΑ προτάσσω
1. προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική συλλαβή» β. «προτακτικός σύνδεσμος» γ. «προτακτικό φωνήεν» — το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε αντιδιαστολή προς το δεύτερο, που λέγεται υποτακτικό)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προτακτικά
γραμμ. τα γλωσσικά στοιχεία, φωνήεντα ή ονόματα, που τίθενται μπροστά από ορισμένες λέξεις χωρίς να επηρεάζουν την κλίση ή να μεταβάλλουν τη σημασία τους
2. φρ. α) «προτακτικά φωνήεντα»
γραμμ. τα φωνήεντα που αναπτύσσονται στην αρχή μιας λέξης χωρίς να αλλάζουν το νόημά της, όπως λ, χ. βδέλλα αβδέλλα, σκιά - ήσκιος
β) «προτακτικά ονόματα» — ορισμένοι συγκεκομμένοι τύποι ή τύποι της αιτιατικής τών κοινών ουσιαστικών και επιθέτων που τίθενται άκλιτα πριν από κύρια ή κοινά ονόματα, όπως λ.χ. αϊ - Γιώργης, μαστρο- Γιάννης, μπαρμπα-Πέτρος.
επίρρ...
προτακτικῶς Α
κατά τρόπο προτακτικό, κατά πρόταξη.

Russian (Dvoretsky)

προτακτικός: грам. предшествующий, ставящийся впереди: τὸ ἄρθρον προτακτικόν грамматический член.