ἐνδέξιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=endeksios
|Transliteration C=endeksios
|Beta Code=e)nde/cios
|Beta Code=e)nde/cios
|Definition=α, ον, Hom. only neut. pl. <b class="b3">ἐνδέξια</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">towards the right hand, from left to right</b>, mostly as Adv., <b class="b3">θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει</b> he filled for all the gods <b class="b2">from left to right</b>, <span class="bibl">Il.1.597</span>; δεῖξ' ἐνδέξια πᾶσιν <span class="bibl">7.184</span>; βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον <span class="bibl">Od.17.365</span>; τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐ. φασι κέλευθον Ἑρμῆν τοὺς ἀγαθοὺς . . ἄγειν <span class="title">AP</span>7.545 (Hegesipp.): regarded as lucky, hence <b class="b3">ἐνδέξια σήματα</b> [[propitious]] omens, <span class="bibl">Il.9.236</span>, cf. <span class="title">SIG</span> 1025.25 (Cos). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> after Hom. without any sense of motion, <b class="b2">on the right</b>, v. l. in <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1360</span> (anap.); <b class="b3">ἐνδέξιος σῷ ποδὶ παρασπιστής</b> [[on]] thy [[right]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyc.</span>6</span>; <b class="b3">εἰσιόντων ἐνδέξια</b> <b class="b2">on the right</b> as one enters, <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.203</span>; ἡ παραστὰς ἡ ἐνδεξία <span class="title">Inscr.Prien.</span>19.46 (iii B. C.): c. gen., <b class="b3">ἐνδέξια τῆς εἰκόνος</b> ib.53.74 (ii B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[clever]], ἔργα <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>454</span>. Adv. <b class="b3">-ιως</b> Sch.<span class="bibl">Th.2.41</span>.</span>
|Definition=α, ον, Hom. only neut. pl. <b class="b3">ἐνδέξια</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">towards the right hand, from left to right</b>, mostly as Adv., <b class="b3">θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει</b> he filled for all the gods [[from left to right]], <span class="bibl">Il.1.597</span>; δεῖξ' ἐνδέξια πᾶσιν <span class="bibl">7.184</span>; βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον <span class="bibl">Od.17.365</span>; τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐ. φασι κέλευθον Ἑρμῆν τοὺς ἀγαθοὺς . . ἄγειν <span class="title">AP</span>7.545 (Hegesipp.): regarded as lucky, hence <b class="b3">ἐνδέξια σήματα</b> [[propitious]] omens, <span class="bibl">Il.9.236</span>, cf. <span class="title">SIG</span> 1025.25 (Cos). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> after Hom. without any sense of motion, <b class="b2">on the right</b>, v. l. in <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1360</span> (anap.); <b class="b3">ἐνδέξιος σῷ ποδὶ παρασπιστής</b> [[on]] thy [[right]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyc.</span>6</span>; <b class="b3">εἰσιόντων ἐνδέξια</b> <b class="b2">on the right</b> as one enters, <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.203</span>; ἡ παραστὰς ἡ ἐνδεξία <span class="title">Inscr.Prien.</span>19.46 (iii B. C.): c. gen., <b class="b3">ἐνδέξια τῆς εἰκόνος</b> ib.53.74 (ii B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[clever]], ἔργα <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>454</span>. Adv. <b class="b3">-ιως</b> Sch.<span class="bibl">Th.2.41</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:25, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδέξιος Medium diacritics: ἐνδέξιος Low diacritics: ενδέξιος Capitals: ΕΝΔΕΞΙΟΣ
Transliteration A: endéxios Transliteration B: endexios Transliteration C: endeksios Beta Code: e)nde/cios

English (LSJ)

α, ον, Hom. only neut. pl. ἐνδέξια,

   A towards the right hand, from left to right, mostly as Adv., θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει he filled for all the gods from left to right, Il.1.597; δεῖξ' ἐνδέξια πᾶσιν 7.184; βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον Od.17.365; τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐ. φασι κέλευθον Ἑρμῆν τοὺς ἀγαθοὺς . . ἄγειν AP7.545 (Hegesipp.): regarded as lucky, hence ἐνδέξια σήματα propitious omens, Il.9.236, cf. SIG 1025.25 (Cos).    2 after Hom. without any sense of motion, on the right, v. l. in E.Hipp.1360 (anap.); ἐνδέξιος σῷ ποδὶ παρασπιστής on thy right, Id.Cyc.6; εἰσιόντων ἐνδέξια on the right as one enters, PPetr.3p.203; ἡ παραστὰς ἡ ἐνδεξία Inscr.Prien.19.46 (iii B. C.): c. gen., ἐνδέξια τῆς εἰκόνος ib.53.74 (ii B. C.).    II clever, ἔργα h.Merc.454. Adv. -ιως Sch.Th.2.41.

German (Pape)

[Seite 832] α, ον, zur rechten Seite; ἐνδ. σῷ ποδὶ παρασπιστὴς γεγώς Eur. Cycl. 6; ἐνδέξια σήματα, Zeichen zur Rechten, d. i. glückbedeutende, Il. 9, 236, wie τέρας Callim. Iup. 69; auch = gewandt, geschickt, ἔργα H. h. Hero. 454. Gew. ἐνδέξια, adv., – a) zur rechten Seite, τίς ἐφέστηκ' ἐνδέξια πλευροῖς Eur. Hipp. 1360. – b) rechts hin, rechts herum, welche Richtung man bei Opfern u. anderen Versammlungen als die Glück bringende stets beobachtete; θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν ᾠνοχόει, von der rechten Seite, immer dem nächsten rechts Sitzenden, Il. 1, 597; δεῖξ' ἐνδ. πᾶσιν, bei Loosen, 7, 184; βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδ. φῶτα ἕκαστον, vom Odysseus, der bettelnd herumgeht, Od. 17, 365. Bei Hegesipp. 7 (VII, 545), τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐνδέξιά φασι κέλευθον Ἑρμῆν τοὺς ἀγαθοὺς ἄγειν, der rechts abgehende u. darum glückliche Weg.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδέξιος: α, ον: - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ. πληθ. ἐνδέξια, πρὸς τὴν δεξιὰν χεῖρα, ἐξ ἀριστερῶν πρὸς τὰ δεξιά, ἢ κατ’ ἄλλους ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ μέρους, τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν ᾠνοχόει, «ἐπιδεξίωσις» (Θ. Γαζῆς) καὶ ἄλλοι ἄλλως, Ἰλ Α. 597· δεῖξ’ ἐνδέξια πᾶσιν, «ἐπιδεξίως» (Σχόλ.), Η. 184· βῆ δ’ ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον, «τὸ ἐνδέξια ἢ ἀντὶ τοῦ, ἐκ τοῦ δεξιοῦ καθίσματος, ἐπ’ ἀγαθῷ συμβόλῳ, ἢ ἀντὶ τοῦ, ἐπιδεξίως, οὗ πρὸς σαφήνειαν ἐπῆκται τό: ὡς εἰ πτωχὸς πάλαι εἴη» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 365· πρβλ. δεξιός· ἐντεῦθεν, ἐνδέξια σήματα, αἴσιοι οἰωνοί, Ἰλ. Ι. 236· πρβλ. ἐπιδέξιος. 2) μεθ᾿ Ὅμ., ἄνευ τινὸς ἐννοίας κινήσεως = δεξιός, τίς ἐφέστηκ᾿ ἐνδέξια πλευροῖς; ἐν δεξιᾷ ἢ ἐκ δεξιᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 1360· ἴδε Paley, ὅστις ἐφύλαξε τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ. δεξιά· ἐνδέξιος σῷ ποδί, πρὸς τὰ δεξιά σου, ὁ αὐτὸς Κύκλ. 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., οἷα νέων θαλίῃς ἐνδέξια ἔργα πέλονται Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 454. - Ἐπικ. λέξις ἀπαντῶσα καὶ παρ᾿ Εὐρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., ἀλλ᾿ οὐδέποτε παρὰ πεζολόγοις, διότι παρὰ Θουκ. (1. 24, κτλ.) διωρθώθη ἤδη εἰς τό: ἐν δεξιᾷ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐν ἀριστερᾷ, ἴδε σημ. S. T. Bloomfield.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 placé à droite ; adv. • ἐνδέξια à droite, en allant de gauche à droite;
2 d’heureux augure.
Étymologie: ἐν, δεξιός.

English (Autenrieth)

on the right, favorable, Il. 9.236; adv. ἐνδέξια, from left to right, regarded as the lucky direction in pouring wine, drawing lots, etc., Il. 1.597, Il. 7.184, Od. 17.365; cf. ἐπιδέξια.

Spanish (DGE)

-ον
I 1c. mov., ac. neutr. como adv. ἐνδέξια hacia la derecha, de izquierda a derecha τοῖς ἄλλοισι θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ Il.1.597, (κλῆρον) δεῖξ' ἐνδέξια πᾶσιν Il.7.184, cf. Longus 4.34.3, βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον empezó a marchar de izquierda a derecha mendigando a cada uno, Od.17.365.
2 sin mov. situado a la derecha ἐ. σῷ ποδὶ παρασπιστὴς βεβώς estando a tu diestra armado con el escudo E.Cyc.6
gener. ac. como adv. ἐνδέξια frec. en uso adnom. a la derecha, a mano derecha εὑρήσεις Ἀΐδαο δόμοις ἐνδέξια κρήνην SEG 23.410.1 (Tesalia IV a.C.), τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐνδέξια κέλευθον AP 7.545 (Hegesipp.), ταμιεῖον εἰσιόντων ἐνδέξια ὄγδοον la octava tienda a mano derecha según se entra, PPetr.3.73.8 (III a.C.), cf. IPr.19.46 (III a.C.), IMylasa 442.7 (imper.), ἡ ἐνδέξια φλιά op. ἡ ἐναρίστερα ID 1439Abc.1.54 (II a.C.), cf. PZen.Col.81.16 (III a.C.), c. gen. σταθήσεται ἡ στήλη ... ἐνδέξια τῆς εἰκόνος τῆς Κώμου IIasos 73.74 (II a.C.), πίνακας ... δύο, τὸν μὲν ἐνδέξια, τὸν δὲ ἐναρίστερα τῶν [ζω] ιδίων ID 1426B.2.40 (II a.C.).
II fig.
1 favorable, propicio de signos y prodigios Ζεὺς δὲ σφι ... ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει Il.9.236, ἃ (τέρατα) ἐμοῖσι φίλοις ἐνδέξια φαίνοις Call.Iou.69, de dioses ᾧ δὲ σὺ μὴ πνεύσῃς ἐ. de Dioniso para con los participantes en concursos dramáticos, Call.Epigr.8.3, de pers. ἀγορεύει οὗ κα ᾖ ὁ βοῦς ἢ ἄλλος ὑπὲρ κήνου ἐ. SIG 1025.25 (Cos IV/III a.C.).
2 diestro, hábil ἐνδέξια ἔργα h.Merc.454.
III adv. -ίως hábilmente, con destreza glos. a εὐτραπέλως Sch.Th.2.41.

Greek Monolingual

ἐνδέξιος, -ία, -ιον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται προς τη δεξιά πλευράἐνδέξιος σῷ ποδὶ παρασπιστής γεγώς», Ευρ.)
2. αίσιος
3. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος
4. επιτήδειος, επιδέξιος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνδέξια
προς τα δεξιά.

Greek Monotonic

ἐνδέξιος: -α, -ον,
I. 1. αυτός που βρίσκεται στα δεξιά, από τα αριστερά προς τα δεξιά· ουδ. πληθ. ως επίρρ., θεοῖς ἐνδέξια ᾠνοχόει, γέμισε τα ποτήρια των θεών από τα αριστερά προς τα δεξιά, σε Ομήρ. Ιλ.· η αντίθετη διαδικασία αποφεύγονταν ως μη αίσια, απ' όπου, ἐνδέξια σήματα, αίσιοι οιωνοί, στο ίδ.
2. δεξιός, στα δεξιά, σε Ευρ.
II. έξυπνος, έμπειρος, ειδικός, επιδέξιος, επιτήδειος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδέξιος:
1) находящийся с правой стороны (τινι Eur.);
2) появляющийся справа, т. е. благоприятный, счастливый (σήματα Hom.; κέλευθος Anth.;
3) искусный (ἔργα HH).

Middle Liddell

ἐνδέξιος, η, ον adj
I. towards the right hand, from left to right: neut. pl. as adv., θεοῖς ἐνδέξια ᾠνοχόει he filled for the gods from left to right, Il.:—contrary procedure was avoided as unlucky, hence, ἐνδέξια σήματα propitious omens, Il.
2. = δεξιός, on the right, Eur.
II. clever, expert, Hhymn.