εὐεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evepis
|Transliteration C=evepis
|Beta Code=eu)eph/s
|Beta Code=eu)eph/s
|Definition=ές, (ἔπος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[melodious]], φωνή <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>13.16</span>; [[euphonious]], λέξις <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>; <b class="b3">ἁρμονία-εστέρα</b> ibid. Adv. -<b class="b3">πῶς, κῶλα εὐ. συγκείμενα</b> ibid.: Sup., ποίησις -έστατα ἔχουσα <span class="bibl">D.Chr.52.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[eloquent]], <b class="b3">εὐ. ἐν τῷ λέγειν</b> Hsch.s.v. [[λιγύς]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[making eloquent]], [[inspiring]], <b class="b3">ὕδωρ</b>, of Helicon, <span class="title">AP</span>11.24 (Antip.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">well-spoken, acceptable</b>, λόγος <span class="bibl">Hdt.5.50</span>.</span>
|Definition=ές, (ἔπος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[melodious]], φωνή <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>13.16</span>; [[euphonious]], λέξις <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>; <b class="b3">ἁρμονία-εστέρα</b> ibid. Adv. -<b class="b3">πῶς, κῶλα εὐ. συγκείμενα</b> ibid.: Sup., ποίησις -έστατα ἔχουσα <span class="bibl">D.Chr.52.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[eloquent]], <b class="b3">εὐ. ἐν τῷ λέγειν</b> Hsch.s.v. [[λιγύς]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[making eloquent]], [[inspiring]], <b class="b3">ὕδωρ</b>, of Helicon, <span class="title">AP</span>11.24 (Antip.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., [[well-spoken]], [[acceptable]], λόγος <span class="bibl">Hdt.5.50</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπής Medium diacritics: εὐεπής Low diacritics: ευεπής Capitals: ΕΥΕΠΗΣ
Transliteration A: euepḗs Transliteration B: euepēs Transliteration C: evepis Beta Code: eu)eph/s

English (LSJ)

ές, (ἔπος)

   A melodious, φωνή X.Cyn.13.16; euphonious, λέξις D.H.Comp.22; ἁρμονία-εστέρα ibid. Adv. -πῶς, κῶλα εὐ. συγκείμενα ibid.: Sup., ποίησις -έστατα ἔχουσα D.Chr.52.15.    2 eloquent, εὐ. ἐν τῷ λέγειν Hsch.s.v. λιγύς.    3 making eloquent, inspiring, ὕδωρ, of Helicon, AP11.24 (Antip.).    II Pass., well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.5.50.

German (Pape)

[Seite 1064] ές, wohlredend, beredt, D. Hal. oft; φωνή Xen. Cyn. 13, 16. – Bei Antp. Th. 1 (XI, 24) ὕδωρ εὐεπὲς ἐκ πηγέων ἔβλυσας Ἠσιόδῳ, vom Helikon, Wasser, das wohlredend macht; – λόγος, wohlgesprochen, vernünftig, Her. 5, 50, v. l. εὐπετής. - Adv. εὐεπῶς, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπής: -ές, (ἔπος) εὐφραδής, μελῳδικός, φωνή Ξεν. Κύρ. 13. 16. 2) ποιῶν τινα εὔγλωττον, ἐμπνέων εὐγλωττίαν, ὕδωρ, τοῦ Ἑλικῶνος, Ἀνθ. Π. 11. 24. ΙΙ. Παθ., καλῶς λαληθείς, εὐπρόσδεκτος, λόγος Ἡρόδοτ. 5. 50: - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien dit, bien exprimé, élégant.
Étymologie: εὖ, ἔπος.

Greek Monolingual

εὐεπής, -ές (ΑΜ)
ο ευφράδης, ο εύγλωττος
αρχ.
1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.)
2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ»)
3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», Ηρόδ.).
επίρρ...
εὐεπῶς
(για λόγο) με αρμονία, με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έπος «λόγος»].

Greek Monotonic

εὐεπής: -ές (ἔπος),·
I. 1. γλυκομίλητος, ευφραδής, εύγλωττος, μελωδικός, σε Ξεν.
2. αυτό που κάνει κάποιον εκφραστικό, ευφραδή, λέγεται για το νερό του Ελικώνα, σε Ανθ.
II. Παθ., καλοειπωμένος, πειστικός, ευσπρόδεκτος, λόγος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπής:
1) сладкоречивый, хорошо говорящий (φωνή Xen.);
2) хорошо сказанный, изящный (λόγος Her.);
3) (о Геликоне) делающий красноречивым, вдохновляющий (ὕδωρ Anth.).

Middle Liddell

εὐ-επής, ές ἔπος
I. well-speaking, eloquent, melodious, Xen.
2. making eloquent, of Helicon, Anth.
II. pass. well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.