ψεδνός: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psednos
|Transliteration C=psednos
|Beta Code=yedno/s
|Beta Code=yedno/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thin]], [[spare]], [[scanty]], λάχνη <span class="bibl">Il.2.219</span>; χαῖται <span class="title">AP</span>9.430 (Crin.); κόμαι <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.13</span>: later of a person, [[bald-headed]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>25.1</span>: generally, [[bare]], [[naked]], χωρία <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>36(48).67</span> (Comp.):—v. l. for [[ψυδρός]] or [[ψυδνός]] in <span class="bibl">Thgn.122</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thin]], [[spare]], [[scanty]], λάχνη <span class="bibl">Il.2.219</span>; χαῖται <span class="title">AP</span>9.430 (Crin.); κόμαι <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.13</span>: later of a person, [[bald-headed]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>25.1</span>: generally, [[bare]], [[naked]], χωρία <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>36(48).67</span> (Comp.):—v. l. for [[ψυδρός]] or [[ψυδνός]] in <span class="bibl">Thgn.122</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:50, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεδνός Medium diacritics: ψεδνός Low diacritics: ψεδνός Capitals: ΨΕΔΝΟΣ
Transliteration A: psednós Transliteration B: psednos Transliteration C: psednos Beta Code: yedno/s

English (LSJ)

ή, όν,    A thin, spare, scanty, λάχνη Il.2.219; χαῖται AP9.430 (Crin.); κόμαι Aret.SD2.13: later of a person, bald-headed, Luc.DMort.25.1: generally, bare, naked, χωρία Aristid.Or.36(48).67 (Comp.):—v. l. for ψυδρός or ψυδνός in Thgn.122.

German (Pape)

[Seite 1392] abgerieben, abgeschabt, bes. mit dünnstehenden, spärlichen Haaren; λάχνη Il. 2, 219; ψεδναὶ χαῖται Crinag. 22 (IX, 430); dah. entblößt, kahl, Luc. Mort. D. 25, 1; Hesych. erkl. ψεδνὴ χέρσος durch ἀραιή, ὀλίγη. Vgl. ψυδνός.

Greek (Liddell-Scott)

ψεδνός: -ή, -όν, ἀραιός, μαδαρός, λάχνη Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, φαλακρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ καθόλου, ψιλός, γυμνός, γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. ψιλός, ψωλός· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. ψυδνός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 rare, clairsemé en parl. de cheveux, de poils;
2 chauve.
Étymologie: DELG apparenté pê à ψάω.

English (Autenrieth)

(ψάω): rubbed off, thin, sparse, Il. 2.219†.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) φαλακρός
3. (για γη) γυμνός, άδενδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα -δνός (πρβλ. γοε-δνός, κε-δνός, μακε-δνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη σημ. του επιθ., να συνδέσουν τον τ. με την οικογένεια τών ψήω / ψῆν / ψαίω, μέσω αμάρτυρων τ. ψαιδνός (πρβλ. ψαιδρά
ἀραιότριχα Ησύχ.) ή ψιδνός (πρβλ. ψιλός), προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες και κρίνεται, λίγο έως πολύ, αυθαίρετη].

Greek Monotonic

ψεδνός: -ή, -όν, αραιός, φαλακρός, λέγεται για τα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.· λέγεται για άνθρωπο, φαλακρός, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψεδνός -ή -όν [~ ψάω] van haar dun, schaars; later van pers. kaal.

Russian (Dvoretsky)

ψεδνός:
1) редкий (негустой), жидкий (λάχνη Hom.; χαῖται μήλων Anth.);
2) плешивый (Θερσίτης Luc.).

Middle Liddell

ψεδνός, ή, όν
thin, spare, scanty, of hair, Il., Anth.; of a person, bald-headed, Luc.

Frisk Etymology German

ψεδνός: {psednós}
Meaning: dünn, spärlich, vom Haar, kahlköpfig, sekund. kahl vom Boden (Β 219, AP, Aret., Luk., Aristid.)
Derivative: mit ψεδνοκάρηνος kahlköpfig (Orph.), -θριξ dünnhaarig (Tz.), -ότης f. ‘Kahl- köpfigkeit’ (Adam.), -όομαι kahlköpfig werden (S. E.).
Etymology : Zu ψῆν; näheres Vorbild unbekannt (κεδνός, μακεδνός, γοεδνός liegen gleich fern). Daneben die synonymen ψηνός (Semon.), ψανός (H.), ψιλός, ψαιδρά· ἀραιότριχα H. u.a.; s. Solmsen Wortforsch. 136 A. 2 (S. 137), der in ψεδνός Β 219 (wovon alle übrigen Stellen) eine sehr alte Textverderbnis für *ψαιδνός oder *ψιδνός erwägt. Aber warum hätte man *ψαιδνός ( : ψαίω) oder *ψιδνός ( : ψιλός) dem anscheinend isolierten ψεδνός zuliebe geopfert ?
Page 2,1131-1132