χρησμοσύνη: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1375.png Seite 1375]] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Mangel; Tyrt. 1, 8; [[κόρος]] καὶ [[χρησμοσύνη]], | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1375.png Seite 1375]] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Mangel; Tyrt. 1, 8; [[κόρος]] καὶ [[χρησμοσύνη]], Überfluß und Mangel. Heraclit. bei Philo; dah. auch Verlangen, Begehren, Wunsch, Her. 9, 33. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:56, 29 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A need, want, poverty, Tyrt.10.8, A.R.2.473, Plot.1.8.5. 2 in mystical sense, opp. κόρος and corresponding to διακόσμησις, Heraclit.65, cf. Ph.1.89, 2.242, Plu.2.389c. II importunity, τῆς χ. μετίεσαν Hdt.9.33. III service, A.R.1.837.
German (Pape)
[Seite 1375] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Mangel; Tyrt. 1, 8; κόρος καὶ χρησμοσύνη, Überfluß und Mangel. Heraclit. bei Philo; dah. auch Verlangen, Begehren, Wunsch, Her. 9, 33.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοσύνη: ἡ, ἀπορία, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Τυρταῖος 7. 8 (διάφ. γραφ. ἀντὶ χρημοσύνη), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 837, κ. ἀλλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτ. = διακόσμησις, ἴδε Ἀποσπ. 24 Bywater· πρβλ. Φίλωνα 1. 89. ΙΙ. λιπαρία, λιπαρὴς παράκλησις, μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης Ἡρόδ. 9. 33 (ἔνθα ὁ Schweigh. ἡμαρτημένως ἐνόησεν αὐτὸ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μαντοσύνη, ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 manque, besoin, indigence;
2 désir d’acquérir, désir.
Étymologie: χρησμός.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. χρημοσύνη Α
έλλειψη, χρεία
αρχ.
1. επίμονη παράκληση
2. υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χρημοσύνη, με δυσερμήνευτο -σ-. Η σύνδεση του τ. με τη λ. χρησμός είναι εσφ.].
Greek Monotonic
χρησμοσύνη: ἡ (χράομαι)·
I. ανάγκη, έλλειψη, φτώχεια, σε Τυρτ.
II. πιεστική παράκληση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
χρησμοσύνη:
I ἡ χράω III] предсказание, оракул: μετεῖναι τῆς χρησμοσύνης Her. пренебречь оракулом, по по друг. χράομαι I] отказаться от (чьих-л.) услуг.
II ἡ χράω IV] недостаток, скудость Plut.
Middle Liddell
χρησμοσύνη, ἡ, χράομαι
I. need, want, poverty, Tyrtae.
II. importunity, Hdt.