ἄκαιρος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akairos
|Transliteration C=akairos
|Beta Code=a)/kairos
|Beta Code=a)/kairos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ill-timed]], [[unseasonable]], ἐς ἄκαιρα πονεῖν <span class="bibl">Thgn.919</span>; οὐκ ἄκαιρα λέγειν <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>1036</span>; ἄ. κένωσις <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>10</span>; προθυμία <span class="bibl">Th.5.65</span>; ἐλευθερία <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>569c</span>; ἔπαινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>24c</span>e; ῥᾳθυμία <span class="bibl">D.18.46</span>, γέλως <span class="bibl">Men.<span class="title">Mon.</span>88</span>. Adv. -ρως <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>808</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>624</span> (both lyr.), <span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span> 17</span>, al.: Comp. -οτέρως <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.19</span>: neut. pl. as Adv., ἄκαιρ' ἀπώλλυτο <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1081</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of persons, [[importunate]], [[troublesome]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>12</span>; ἄ. καὶ λάλος <span class="bibl">Alciphr.3.62</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. inf., [[ill-suited]] to do a thing, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>7.6</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἄκαιρον, τό,</b> = [[μυρσίνη ἀγρία]], Dsc.4.144.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ill-timed]], [[unseasonable]], ἐς ἄκαιρα πονεῖν <span class="bibl">Thgn.919</span>; οὐκ ἄκαιρα λέγειν <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>1036</span>; ἄκαιρος κένωσις <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>10</span>; προθυμία <span class="bibl">Th.5.65</span>; ἐλευθερία <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>569c</span>; ἔπαινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>24c</span>e; ῥᾳθυμία <span class="bibl">D.18.46</span>, γέλως <span class="bibl">Men.<span class="title">Mon.</span>88</span>. Adv. [[ἀκαίρως]] <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>808</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>624</span> (both lyr.), <span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span> 17</span>, al.: Comp. [[ἀκαιροτέρως]] <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.19</span>: neut. pl. as Adv., ἄκαιρ' ἀπώλλυτο <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1081</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of persons, [[importunate]], [[troublesome]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>12</span>; ἄ. καὶ λάλος <span class="bibl">Alciphr.3.62</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. inf., [[ill-suited]] to do a thing, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>7.6</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[ἄκαιρον]], τό, = [[μυρσίνη ἀγρία]], Dsc.4.144.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκαιρος''': -ον, ὁ μὴ ἐν καιρῷ, [[ἀκατάλληλος]], [[φορτικός]], ἐς ἄκαιρα ποιεῖν, Λατ. operam perdere (χάνω τὸν κόπον μου), Θέογν. 919· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, Αἰσχύλ. Πρ. 1036· ἄκ. [[προθυμία]], Θουκ. 5· 65· [[ἐλευθερία]], Πλάτ. Πολ. 569C· [[ἔπαινος]], ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 240Ε. [[ῥᾳθυμία]], Δημ. 241. 8· [[γέλως]], Μενάνδ. Μονόστιχα 88. - Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 808, Χο. 624. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, περὶ διαιτ. Ὀξ. 386. - Συγκρ. -οτέρως, ὁ αὐτ. 955, οὐδέτερον πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἄκαιρ᾿ ἀπώλλυτο, Εὐρ. Ἑλ. 1081. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[φορτικός]], ἐνοχλητικός, Λατ. molestus, ineptus, Θεοφρ. Χαρ. 12· ἀκ. καὶ [[λάλος]], Ἀλκίφρ. 3. 62. 2) μετ᾿ ἀπαρ., οὐχὶ [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] πράξῃ τι, Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 6, κατὰ συγκρ.
|lstext='''ἄκαιρος''': -ον, ὁ μὴ ἐν καιρῷ, [[ἀκατάλληλος]], [[φορτικός]], ἐς ἄκαιρα ποιεῖν, Λατ. operam perdere (χάνω τὸν κόπον μου), Θέογν. 919· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, Αἰσχύλ. Πρ. 1036· ἄκ. [[προθυμία]], Θουκ. 5· 65· [[ἐλευθερία]], Πλάτ. Πολ. 569C· [[ἔπαινος]], ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 240Ε. [[ῥᾳθυμία]], Δημ. 241. 8· [[γέλως]], Μενάνδ. Μονόστιχα 88. - Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 808, Χο. 624. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, περὶ διαιτ. Ὀξ. 386. - Συγκρ. ἀκαιροτέρως, ὁ αὐτ. 955, οὐδέτερον πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἄκαιρ᾿ ἀπώλλυτο, Εὐρ. Ἑλ. 1081. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[φορτικός]], ἐνοχλητικός, Λατ. molestus, ineptus, Θεοφρ. Χαρ. 12· ἀκ. καὶ [[λάλος]], Ἀλκίφρ. 3. 62. 2) μετ᾿ ἀπαρ., οὐχὶ [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] πράξῃ τι, Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 6, κατὰ συγκρ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:43, 23 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαιρος Medium diacritics: ἄκαιρος Low diacritics: άκαιρος Capitals: ΑΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: ákairos Transliteration B: akairos Transliteration C: akairos Beta Code: a)/kairos

English (LSJ)

ον, A ill-timed, unseasonable, ἐς ἄκαιρα πονεῖν Thgn.919; οὐκ ἄκαιρα λέγειν A.Pr.1036; ἄκαιρος κένωσις Hp.VM10; προθυμία Th.5.65; ἐλευθερία Pl.R.569c; ἔπαινος Id.Phdr.24ce; ῥᾳθυμία D.18.46, γέλως Men.Mon.88. Adv. ἀκαίρως A.Ag.808, Ch.624 (both lyr.), Hp. Acut. 17, al.: Comp. ἀκαιροτέρως Id.Epid.1.19: neut. pl. as Adv., ἄκαιρ' ἀπώλλυτο E.Hel.1081. II of persons, importunate, troublesome, Thphr.Char.12; ἄ. καὶ λάλος Alciphr.3.62. 2 c. inf., ill-suited to do a thing, X.Eq.Mag.7.6 (Comp.). III ἄκαιρον, τό, = μυρσίνη ἀγρία, Dsc.4.144.

German (Pape)

[Seite 67] nicht zur gelegenen Zeit, ungelegen, unzeitig, προθυμία Thuc. 5, 65; dem ἐς καιρόν entgegengesetzt, Eur. Hel. 1081; ἐς ἄκαιρα πονεῖν, zur Unzeit, umsonst, sich anstrengen, Theogn. 899; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch. Prom. 1038, passendes sagen; dem σύμμετρος entgegengesetzt, Isocr. 12, 86; ἡδοναί Xen. Cyneg. 12, 15; – activ., γνώμα ἄκαιρος ὄλβου, nicht Maaß haltend im Glück, Eur. I. T. 420. – Lästig, zudringlich, Theophr. Char. 12; ineptus, Plut. sol. an. 12. – Adv. ἀκαίρως, dem δικαίως entggstzt, Aesch. Ag. 782.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαιρος: -ον, ὁ μὴ ἐν καιρῷ, ἀκατάλληλος, φορτικός, ἐς ἄκαιρα ποιεῖν, Λατ. operam perdere (χάνω τὸν κόπον μου), Θέογν. 919· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, Αἰσχύλ. Πρ. 1036· ἄκ. προθυμία, Θουκ. 5· 65· ἐλευθερία, Πλάτ. Πολ. 569C· ἔπαινος, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 240Ε. ῥᾳθυμία, Δημ. 241. 8· γέλως, Μενάνδ. Μονόστιχα 88. - Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 808, Χο. 624. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, περὶ διαιτ. Ὀξ. 386. - Συγκρ. ἀκαιροτέρως, ὁ αὐτ. 955, οὐδέτερον πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἄκαιρ᾿ ἀπώλλυτο, Εὐρ. Ἑλ. 1081. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἐνοχλητικός, Λατ. molestus, ineptus, Θεοφρ. Χαρ. 12· ἀκ. καὶ λάλος, Ἀλκίφρ. 3. 62. 2) μετ᾿ ἀπαρ., οὐχὶ ἁρμόδιος ὅπως πράξῃ τι, Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 6, κατὰ συγκρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui vient ou qui se fait à contretemps, qui n’est pas de saison, inopportun;
2 qui parle ou agit à contretemps, importun, fâcheux.
Étymologie: ἀ, καιρός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desmedido, excesivo ἡδοναί Democr.B 71, X.Cyn.12.15, κέρδεα X.Cyr.4.2.45, ἐλευθερία Pl.R.569c, αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG 22.1329.12 (III a.C.).
2 inoportuno, fuera de lugar o tiempo, intempestivo, mal escogido οὐκ ἄκαιρα ... λέγειν A.Pr.1036, cf. Ar.Th.462, κένωσις Hp.VM 10, προθυμία Th.5.65, ῥαθυμία D.18.46, γέλως Men.Mon.144, πικρία Plb.5.42.3, φειδωλία D.C.66.1, οὐκ ἄκαιρον ἐν τῷ παρόντι καταλέξαι Fauorin.De Ex.6.1
de palabras, discursos fastidioso ἔπαινος Pl.Phdr.240e, εὑρησιλογία Plb.29.1.2, cf. D.H.Lys.5.1, μῦθος LXX Si.20.19
neutr. plu. como adv. ἄκαιρ' οὐδὲ δυσφιλὲς γαμήλευμ' ἀπεύχετον A.Ch.624, ἄκαιρ' ἀπώλλυτο (τὰ ῥάκη) desaparecieron inoportunamente E.Hel.1081.
II 1que no acierta, inapropiado, desacertado γνώμα ... ἄκαιρος ὄλβου E.IT 420, ἐς ἄκαιρα πονεῖν esforzarse en vano Thgn.919, τοὺς ἄκαιρα μωμήνους los que desean cosas impropias A.Fr.494.21
de pers. inepto, desmañado, torpe c. inf. φυλάττειν ... τὰ φίλια ... οὐκ ἀκαιρότεροι X.Eq.Mag.7.6
de la lengua platónica ἄ. ἐν ταῖς μετωνυμίαις D.H.Dem.5.5.
2 inoportuno, molesto, impertinente Thphr.Char.12.1, ἄ. καὶ λάλος Alciphr.3.26.1.
III subst. τὸ ἄ. bot. rusco, brusco, Ruscus aculeatus Dsc.4.144.
IV adv. -ως inoportunamente op. δικαίως A.A.808, cf. Hp.Acut.17, καὶ ἀ. μὴ σοφίζου LXX Si.32.4, κωλύεσθαι ἀ. παρὰ τινῶν γειτόνων PLond.1073.1 (VI d.C.), ἀκαίρως ποθοῦντας Fauorin.De Ex.12.26
repentinamente, Const.App.1.3.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκαιρος, -ον)
αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος
νεοελλ.
1. πρόωρος
2. άγουρος
3. αδικαιολόγητος, παράλογος
αρχ.
1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει
2. ο ακατάλληλος να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καιρός
αντίθετο της λ. εὔκαιρος.
ΠΑΡ. ακαιρία αρχ. ἀκαιρεύομαι
αρχ.-μσν.
ἀκαιρῶ.
ΣΥΝΘ. ακαιρολόγος αρχ. ἀκαιροβόας, ἀκαιρορρήμων, ἀκαιροφάγος
μσν.
ἀκαιροπαρρησία, ἀκαιροπαρρησιαστής
νεοελλ.
ακαι-ρόμυθος, ακαιροφόρητος].

Greek Monotonic

ἄκαιρος: -ον, I. αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλη χρονική στιγμή, παράκαιρος, αυτός που δεν ευνοείται από τις συγκυρίες· ἐς ἄκαιρα πονεῖν, Λατ. operam perdere, σε Θέογν.· οὐκ ἄκαιρα λέγειν, σε Αισχύλ.· ἄκαιρος προθυμία, σε Θουκ.· επίρρ. -ρως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· το ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, φορτικός, ενοχλητικός, Λατ. molestus, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκαιρος:
1) несвоевременный, неуместный, некстати задуманный или сказанный, невпопад затеянный, неподобающий (προθυμία Thuc.; ἔπαινος Plat.: ῥαθυμία Dem.; γέλως Men.; στρατήγημα Plut.): οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν Aesch. говорит он, повидимому, дело;
2) неумеренный, чрезмерный (φιλοδοξία, πλησμοναί Plut.): γνώμη ἄ. ὄλβου Eur. безграничная жажда богатств;
3) непрошенный, назойливый, бестактный (γυνή Plut.);
4) неподходящий, непригодный: φυλάττειν οὐκ ἄ. Xen. пригодный для несения охраны.

Middle Liddell


I. ill-timed, unseasonable, inopportune, ἐς ἄκαιρα πονεῖν, Lat. operam perdere, Theogn.; οὐκ ἄκαιρα λέγειν Aesch.; ἄκ. προθυμία Thuc.:—adv. -ρως, Aesch., etc.; neut. pl. as adv., Eur.
II. of persons, importunate, Lat. molestus, Theophr.

English (Woodhouse)

ill-timed, unseasonable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

Illustration Ruscus aculeatus0.jpg
Ruscus aculeatus

Ruscus aculeatus, known as butcher's-broom, is a low evergreen Eurasian shrub, with flat shoots known as cladodes that give the appearance of stiff, spine-tipped leaves. Small greenish flowers appear in spring, and are borne singly in the centre of the cladodes. The female flowers are followed by a red berry, and the seeds are bird-distributed, but the plant also spreads vegetatively by means of rhizomes. It is native to Eurasia and some northern parts of Africa. Ruscus aculeatus occurs in woodlands and hedgerows, where it is tolerant of deep shade, and also on coastal cliffs. Likely due to its attractive winter/spring color, Ruscus aculeatus has become a fairly common landscape plant. It is also widely planted in gardens, and has spread as a garden escapee in many areas outside its native range. The plant grows well in zones 7 to 9 on the USDA hardiness zone map.

The Latin specific epithet aculateus means “prickly”.

Translations

ar: سفندر مدبب; az: ponti bigəvəri; bar: kosmanstaud; bg: бодлив залист; br: bug; ca: galzeran; co: caracutellu; da: musetorn; de: Stechender mäusedorn; el: λαγομηλιά; eo: pika rusko; et: torkav ruskus; eu: erratz; fa: کوله‌خاس; fi: pikkuruskus; ga: giolcach nimhe; gl: xilbarbeira; gv: guilckagh; he: עצבונית החורש; hr: bodljikava veprina; hsb: wšědna myšaca wěcha; hu: szúrós csodabogyó; io: rusko; ja: ナギイカダ; kab: arereǧ; nap: avrusca; pl: myszopłoch kolczasty; ru: иглица колючая; sh: bodljikava veprina; ta: இலையடி பழச்செடி; tr: tavşanmemesi; uk: рускус колючий; vec: bruschi; zh: 假葉樹