3,251,689
edits
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br />[[πέτρα]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός που αποτελείται από [[πέτρα]], [[χωρίς]] αρκετό [[χώμα]], [[βραχώδης]], [[γεμάτος]] πέτρες («[[λόφος]] [[πετρώδης]] και [[περίκρημνος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από [[πέτρα]] («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ | |mltxt=-ες, ΝΜΑ<br />[[πέτρα]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός που αποτελείται από [[πέτρα]], [[χωρίς]] αρκετό [[χώμα]], [[βραχώδης]], [[γεμάτος]] πέτρες («[[λόφος]] [[πετρώδης]] και [[περίκρημνος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από [[πέτρα]] («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ πετραῖον</i>, <i>τὰ πετραῖα</i><br />[[βραχώδης]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]]» — [[τάφος]] σκαμμένος, [[μέσα]] σε βράχο<br />β) «[[πετρώδης]] [[δεσμός]]» — πέτρινο [[δεσμωτήριο]], πέτρινη [[φυλακή]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |