κηδεστής: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κηδεστής]], -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)<br />[[συγγενής]] εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, [[πλάγιος]] [[συγγενής]], όχι εξ αίματος<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικότερα)<br /><b>1.</b> [[γαμπρός]], [[σύζυγος]] της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε [[Διός]] [[γενέσθαι]] [[κηδεστής]]» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει [[γαμπρός]] του [[Διός]], Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[πεθερός]] («τῷ δὲ [[κηδεστής]] | |mltxt=ο (Α [[κηδεστής]], -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)<br />[[συγγενής]] εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, [[πλάγιος]] [[συγγενής]], όχι εξ αίματος<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικότερα)<br /><b>1.</b> [[γαμπρός]], [[σύζυγος]] της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε [[Διός]] [[γενέσθαι]] [[κηδεστής]]» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει [[γαμπρός]] του [[Διός]], Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[πεθερός]] («τῷ δὲ [[κηδεστής]] ἐκεῖνος» — [[εκείνος]] [[είναι]] [[πεθερός]] του, <b>Δημοσθ.</b><br /><b>3.</b> [[μητριός]]<br /><b>4.</b> [[ανδράδελφος]] ή [[γυναικάδελφος]], [[κουνιάδος]] («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — [[γιατί]] ο Διονυσόδωρος ήταν [[αδελφός]] της γυναίκας μου, Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κηδεσ</i>- του [[κήδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρηστής</i>, <i>αργεσ</i>-<i>στής</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:40, 27 March 2021
English (LSJ)
Dor. κᾱδεστάς AP7.712 (Erinna), οῦ, ὁ: (κῆδος, κηδεύω): —A connection by marriage, Pl.Lg.773b, X.Mem.1.1.8, Arist. Pol.1312b16, Cerc.17.25 (pl.), Ph.2.555 (pl.), etc.; esp. 1 son-in-law, Antipho 6.12, Isoc.10.43. 2 father-in-law, Ar.Th.74, 210, D.19.118, etc.; also, step-father, Id.36.31. 3 brother-in-law, E. Hec.834, And.1.50, Lys.13.1, Is.6.27, D.30.12, Timae.84.
German (Pape)
[Seite 1429] ὁ, Jeder durch Heirath Verwandte, Verschwägerte, Plat. Legg. VI, 773 b; – Schwiegersohn, Antiph. 6, 12, Πάρις ἐπεθύμησε Διὸς γενέσθαι καὶ κληθῆναι κηδεστής Isocr. 10, 42, Plut. Pericl. 11 u. A.; – Schwiegervater, Ar. Th. 74, Andoc. 4, 15, D. Hal. 4, 28; – Schwager, sowohl Frauenbruder, Eur. Hec. 834 Lys. 13, 1 u. 40 Andoc. 1, 50, als Mannesbruder, Dem. 30, 12 u. A.; – auch Stiefvater, Dem. 36, 31. – An vielen Stellen tritt der eigentliche Verwandtschaftsgrad nicht deutlich hervor. Vgl. κηδεμών.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεστής: -οῦ, ὁ, (κῆδος, κηδεύω) συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας ἢ ἐξ ἐπιγαμίας, Λατ. affinis, Πλάτ. Νόμ. 773Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ.· ― ἰδίως, 1) γαμβρός, Ἀντιφῶν 142. 43, Ἰσοκρ. 216C. 2) πενθερός, Ἀριστ. Θεσμ. 74. 210, Δημ. 377. 6, κτλ.· ὡσαύτως, «μητρυιός», ὁ αὐτ. 954. 7. 3) ἀνδράδελφος ἢ γυναικάδελφος, Εὐρ. Ἑκ. 834 Ἀνδοκ. 7. 36, Λυσ. 129. 40, πρβλ. 133. 24, Δημ. 867. 12, Τίμαιος 84.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. tout parent par alliance;
II. particul.
1 beau-père;
2 beau-frère, mari de la sœur ou frère de la femme;
3 gendre, beau-fils;
4 beau-père, second mari de la mère.
Étymologie: κήδομαι.
Greek Monolingual
ο (Α κηδεστής, -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)
συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος
αρχ.
(ειδικότερα)
1. γαμπρός, σύζυγος της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός του Διός, Ισοκρ.)
2. πεθερός («τῷ δὲ κηδεστής ἐκεῖνος» — εκείνος είναι πεθερός του, Δημοσθ.
3. μητριός
4. ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, κουνιάδος («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — γιατί ο Διονυσόδωρος ήταν αδελφός της γυναίκας μου, Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κηδεσ- του κήδος + κατάλ. -της (πρβλ. ακρηστής, αργεσ-στής)].
Greek Monotonic
κηδεστής: -οῦ, ὁ (κῆδος), συγγενής μέσω γάμου, Λατ. offinis, σε Ξεν. κ.λπ.· ιδίως, γαμπρός (από γάμο), πεθερός, πατριός, σε Δημ.· κουνιάδος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κηδεστής: дор. κᾱδεστάς, οῦ ὁ состоящий в свойстве, свойственник (тесть Arph.; зять Lys.; шурин Eur.; отчим Dem.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηδεστής -οῦ, ὁ, Dor. καδεστάς [κήδος] aanverwant, spec. schoonzoon, schoonvader, schoonbroer.
Middle Liddell
κηδεστής, οῦ, κῆδος
a connection by marriage, Lat. affinis, Xen., etc.: esp. a son-in-law, father-in-law, a step-father, Dem.:— a brother-in-law, Eur.
English (Woodhouse)
kinsman by marriage, one allied by marriage, relation by marriage