κάτοιδα: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάτοιδα''': -οισθα: ἀπαρ. [[κατειδέναι]] μετοχ. κατειδώς: πρκμ. (μὲ σημασ, ἐνεστ., [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει): ὑπερσ. [[κατῄδη]] (μὲ σημασ. παρατ.). Γινώσκω [[καλῶς]], ἐννοῶ, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ὁμήγυριν ἄστρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 4· οὐδὲν κάτοισθα τῶν [[σαυτοῦ]] πέρι Σοφ. Φιλ. 553· θεσφάτων βάξιν [[κατῄδη]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 87· [[φύλλον]] νώδυνον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 44· κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν, ὡς... ἥδεται Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 2· μηδὲν κατειδώς, ἀλλὰ προσποιοῦμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 83. 2) μετ' αἰτιατ. προσ., [[γνωρίζω]] ἐξ ὄψεως, [[ἀναγνωρίζω]], τὸν βοτῆρα Σοφ. Ο. Τ. 1048, πρβλ. Τρ. 418, Εὐρ. Ὀρ. 1183, 5121. 3) ἀπολ., ἰδίως κατὰ μετοχ., οὐ κατειδώς, χωρὶς νὰ τὸ [[γνωρίζω]], ἀκουσίως, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 992, πρβλ. Ἱκ. 1033. 4) | |lstext='''κάτοιδα''': -οισθα: ἀπαρ. [[κατειδέναι]] μετοχ. κατειδώς: πρκμ. (μὲ σημασ, ἐνεστ., [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει): ὑπερσ. [[κατῄδη]] (μὲ σημασ. παρατ.). Γινώσκω [[καλῶς]], ἐννοῶ, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ὁμήγυριν ἄστρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 4· οὐδὲν κάτοισθα τῶν [[σαυτοῦ]] πέρι Σοφ. Φιλ. 553· θεσφάτων βάξιν [[κατῄδη]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 87· [[φύλλον]] νώδυνον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 44· κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν, ὡς... ἥδεται Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 2· μηδὲν κατειδώς, ἀλλὰ προσποιοῦμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 83. 2) μετ' αἰτιατ. προσ., [[γνωρίζω]] ἐξ ὄψεως, [[ἀναγνωρίζω]], τὸν βοτῆρα Σοφ. Ο. Τ. 1048, πρβλ. Τρ. 418, Εὐρ. Ὀρ. 1183, 5121. 3) ἀπολ., ἰδίως κατὰ μετοχ., οὐ κατειδώς, χωρὶς νὰ τὸ [[γνωρίζω]], ἀκουσίως, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 992, πρβλ. Ἱκ. 1033. 4) μετὰ μετοχ., γινώσκω [[καλῶς]] ὅτι…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 270· οὐ κ. ὅτῳ τρόπῳ… Εὐρ. Ἱππ. 1245. 6) μετ’ ἀπαρ., [[γνωρίζω]] νὰ…, ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Σοφ. Ο. Τ. 1041. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:35, 20 April 2021
English (LSJ)
-οισθα, inf. κατειδέναι, part. κατειδώς (Locr. <span class=s
German (Pape)
[Seite 1402] (οἶδα), inf. κατειδέναι, wohl wissen, genau wissen; ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων ὁμήγυριν Aesch. Ag. 4; Soph. Phil. 250 u. öfter, wie Eur.; – c. partic., εὖ γέ τοι κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τροχοὺς Ἡλίου τελῶν, daß du nicht mehr viele Tage leben wirst, Soph. Ant. 1051; mit ὅτι u. ὡς, περί τινος οὐδέν Phil. 549; einsehen, verstehen, οὐ κάτοιδ' ὅπως λέγεις Ai. 264.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοιδα: -οισθα: ἀπαρ. κατειδέναι μετοχ. κατειδώς: πρκμ. (μὲ σημασ, ἐνεστ., ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει): ὑπερσ. κατῄδη (μὲ σημασ. παρατ.). Γινώσκω καλῶς, ἐννοῶ, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ὁμήγυριν ἄστρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 4· οὐδὲν κάτοισθα τῶν σαυτοῦ πέρι Σοφ. Φιλ. 553· θεσφάτων βάξιν κατῄδη ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 87· φύλλον νώδυνον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 44· κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν, ὡς... ἥδεται Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 2· μηδὲν κατειδώς, ἀλλὰ προσποιοῦμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 83. 2) μετ' αἰτιατ. προσ., γνωρίζω ἐξ ὄψεως, ἀναγνωρίζω, τὸν βοτῆρα Σοφ. Ο. Τ. 1048, πρβλ. Τρ. 418, Εὐρ. Ὀρ. 1183, 5121. 3) ἀπολ., ἰδίως κατὰ μετοχ., οὐ κατειδώς, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζω, ἀκουσίως, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 992, πρβλ. Ἱκ. 1033. 4) μετὰ μετοχ., γινώσκω καλῶς ὅτι…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 270· οὐ κ. ὅτῳ τρόπῳ… Εὐρ. Ἱππ. 1245. 6) μετ’ ἀπαρ., γνωρίζω νὰ…, ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Σοφ. Ο. Τ. 1041.
French (Bailly abrégé)
impér. κάτισθι, inf. κατειδέναι;
I. connaître à fond, d’où
1 savoir très bien : τι qch ; κάτισθι μὴ τελῶν SOPH sache bien que tu n’accompliras pas…;
2 comprendre : οὐ κάτοιδ’ ὅπως SOPH ou ὅτῳ τρόπῳ EUR je ne comprends pas comment;
II. reconnaître : τινα qqn.
Étymologie: κατά, οἶδα.
Greek Monolingual
κάτοιδα (Α)
1. γνωρίζω κάτι καλά («ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων όμήγυριν», Αισχύλ.)
2. γνωρίζω κάποιον εξ όψεως, αναγνωρίζω («τὸ Γοργοῡς δ' οὐ κάτοιδ' ἐγὼ κάρα», Ευρ.)
3. φρ. «οὐ κατειδώς» — ασυνείδητα, ακούσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἶδα «γνωρίζω»].
Greek Monotonic
κάτοιδα: -οισθα, απαρ. -ειδέναι, μτχ. -ειδώς, παρακ. (σημασία με ενεστ.), υπερσ. κατῄδη (με σημασία παρατ.)·
1. γνωρίζω καλά, κατανοώ, καταλαβαίνω, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. με αιτ. προσ. γνωρίζω εξ όψεως, αναγνωρίζω, σε Σοφ., Ευρ.
3. απόλ., οὐ κατειδώς, χωρίς να το γνωρίζω, ακουσίως, σε Ευρ.
4. με μτχ., γνωρίζω καλά ότι, σε Σοφ.· με απαρ., γνωρίζω πως να πράξω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κάτοιδα:
1) (хорошо) знать (ἄστρων νυκτέρων ὁμήγυριν Aesch.; Ἑλένης θυγατέρα, τὸ Γοργοῦς κάρα Eur.): πῶς γὰρ κάτοιδ᾽, ὅν γ᾽ εἶδον οὐδεπώποτε; Soph. как же мне знать (того), кого я никогда не видел?; οὐ κατειδώς Eur. (сам того) не ведая;
2) уметь (τίς οὗτος; ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Soph.);
3) понимать (οὑ κάτοιο᾽ ὅπως λέγεις Soph.; οὐ κάτοιδ᾽ ὅτῳ τρόπῳ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτ-οιδα, goed kennen, weten, begrijpen:; κάτοιδε τὸν βοτῆρα hij kent de herder goed Soph. OT 1048; met NcP:; κάτισθι μή... τελῶν weet dat je niet zult afmaken Soph. Ant. 1064; met inf.:; κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; weet je dat in woorden duidelijk te maken? Soph. OT 1041; met vraagw.:; οὐ κάτοιδ ’ ὅπως λέγεις ik begrijp niet hoe je het bedoelt Soph. Ai. 270; οὐ κάτοιδ ’ ὅτῳ τρόπῳ ik begrijp niet op welke manier Eur. Hipp. 1245; abs. in ptc.: οὐ κατειδώς onwetend Eur. Med. 992.
Middle Liddell
-οισθα, inf. -ειδέναι part. -ειδώς [perf.in pres. sense, plup. κατῄδη in imperf. sense
1. to know well, understand, Aesch., Soph.
2. c. acc. pers. to know by sight, recognise, Soph., Eur.
3. absol. οὐ κατειδώς unwittingly, Eur.
4. c. part. to know well that, Soph.; c. inf. to know how to do, Soph.