ἀκουστός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[audible]], [[que se deja oír]] συρίγγων [[ἐνοπή]] <i>h.Merc</i>.512, ἀκουστὸν ποίησόν μοι ... τὸ ἔλεός σου haz llegar a mis oídos tu compasión</i> LXX <i>Ps</i>.142.8, ὥστε μὴ μόνον ἀκουστοὺς (<i>sc</i>. μύθους) ἡμῖν γίγνεσθαι ἀλλὰ καὶ θεατούς Isoc.2.49, ἀκούειν τὰ ἀκουστά Hp.<i>Vict</i>.4.86, X.<i>Cyr</i>.1.6.2, <i>Mem</i>.1.4.5, cf. Pl.<i>Ti</i>.33c, τὰ ἀκουστὰ τῶν ὁρατῶν ... διακρίνει Ph.1.443.<br /><b class="num">2</b> [[que debe ser oído]] esp. en forma negativa δεινὸν οὐδ' ἀ. S.<i>OT</i> 1312, ἀκοῦσαι δ' οὐκ ἀκούσθ' ὅμως θέλω E.<i>Andr</i>.1084, cf. <i>Fr</i>.334.<br /><b class="num">3</b> [[que debe ser recibido con atención]] ἀκουστὰ ... δῶρα δαιμόνων E.<i>Hel</i>.663.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[audible]], [[que se deja oír]] συρίγγων [[ἐνοπή]] <i>h.Merc</i>.512, ἀκουστὸν ποίησόν μοι ... τὸ ἔλεός σου haz llegar a mis oídos tu compasión</i> LXX <i>Ps</i>.142.8, ὥστε μὴ μόνον ἀκουστοὺς (<i>sc</i>. μύθους) ἡμῖν γίγνεσθαι ἀλλὰ καὶ θεατούς Isoc.2.49, ἀκούειν τὰ ἀκουστά Hp.<i>Vict</i>.4.86, X.<i>Cyr</i>.1.6.2, <i>Mem</i>.1.4.5, cf. Pl.<i>Ti</i>.33c, τὰ ἀκουστὰ τῶν ὁρατῶν ... διακρίνει Ph.1.443.<br /><b class="num">2</b> [[que debe ser oído]] esp. en forma negativa δεινὸν οὐδ' ἀ. S.<i>OT</i> 1312, ἀκοῦσαι δ' οὐκ ἀκούσθ' ὅμως θέλω E.<i>Andr</i>.1084, cf. <i>Fr</i>.334.<br /><b class="num">3</b> [[que debe ser recibido con atención]] ἀκουστὰ ... δῶρα δαιμόνων E.<i>Hel</i>.663.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουστός Medium diacritics: ἀκουστός Low diacritics: ακουστός Capitals: ΑΚΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akoustós Transliteration B: akoustos Transliteration C: akoustos Beta Code: a)kousto/s

English (LSJ)

ή, όν, A heard, audible, h.Merc.512, Hp.Insomn.86, Pl.Ti.33c, Phld.Herc. 698.20, etc.; opp. θεατός, Isoc.2.49. II that should be heard, with neg., δεινόν, οὐκ ἀ. S.OT1312, cf. E.Andr.1084.

German (Pape)

[Seite 78] hörbar, Xen. Cyr. 1, 6, 2; Isocr. 2, 49 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀκούω, ὁ δυνάμενος νὰ ἀκουσθῇ, ὁ ἀκουόμενος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 512, Πλάτ., κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεατός, Ἰσοκρ. 42C. II. ὅ,τι πρέπει νὰ ἀκουσθῇ, Σοφ.· Ο. Τ. 1312· ἀκοῦσαι δ’ οὐκ ἀκούσθ’ ὅμως θέλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1084.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut ou qu’on doit entendre.
Étymologie: ἀκούω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 audible, que se deja oír συρίγγων ἐνοπή h.Merc.512, ἀκουστὸν ποίησόν μοι ... τὸ ἔλεός σου haz llegar a mis oídos tu compasión LXX Ps.142.8, ὥστε μὴ μόνον ἀκουστοὺς (sc. μύθους) ἡμῖν γίγνεσθαι ἀλλὰ καὶ θεατούς Isoc.2.49, ἀκούειν τὰ ἀκουστά Hp.Vict.4.86, X.Cyr.1.6.2, Mem.1.4.5, cf. Pl.Ti.33c, τὰ ἀκουστὰ τῶν ὁρατῶν ... διακρίνει Ph.1.443.
2 que debe ser oído esp. en forma negativa δεινὸν οὐδ' ἀ. S.OT 1312, ἀκοῦσαι δ' οὐκ ἀκούσθ' ὅμως θέλω E.Andr.1084, cf. Fr.334.
3 que debe ser recibido con atención ἀκουστὰ ... δῶρα δαιμόνων E.Hel.663.

Greek Monolingual

–ή, -ό (Α ἀκουστός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή
νεοελλ.
1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος
2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι
αρχ.
(με άρν.) αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δυνατόν να ακουστεί, ο ανήκουστος.
3. (Φυσ.) Ακουστός χαρακτηρίζεται ο ήχος που μπορεί να γίνει αντιληπτός από έναν φυσιολογικό ακροατή. Ακουστοί είναι οι ήχοι με συχνότητες από 20 ως 20.000 χερτζ που η έντασή τους περιλαμβάνεται μεταξύ 0 και 120 περίπου ντεσιμπέλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω.
ΠΑΡ. ἀκουστικός
νεοελλ.
ακουστά, ακουστότητα].

Greek Monotonic

ἀκουστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀκούω,
I. αυτός που μπορεί να ακουστεί, ακουστός, ευδιάκριτος, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. κ.λπ.
II. αυτό που πρέπει να ακουστεί, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκουστός: [adj. verb. к ἀκούω слышимый, (у)слышанный (συρίγγων ἐνοπή HH; μῦθοι Isocr.): οὐκ ἀ. Soph., Eur. неслыханный, ужасный.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀκούω
I. heard, audible, Hhymn., Plat., etc.
II. that should be heard, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

able to be heard

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)