ακόμη: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ακόμα]] <b>επίρρ.</b>(Μ ἀκόμη)<br />Α. ([[χρονικό]])<br /><b>1.</b> ([[χωρίς]] [[άρνηση]]) α) έως [[τώρα]]<br />«το [[μωρό]] κοιμάται [[ακόμη]]» <br />β) [[μόλις]], [[πριν]] από λίγο<br />«[[ακόμη]] [[προχθές]] είχες [[άλλη]] [[γνώμη]]»<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) α) όχι έως [[τώρα]]<br />«δεν έχω διαβάσει [[ακόμη]]» <br />β) [[πριν]], [[προτού]] να<br />«[[ακόμη]] δεν μεγάλωσες και θέλεις [[αυτοκίνητο]];» <br />Β. (ποσοτικό) [[επιπλέον]], περισσότερο<br />«[[βάλε]] [[ακόμη]] [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]]» <br />Γ. (επιτατικό) ([[πριν]] από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) πιο, περισσότερο<br />«το δικό του [[δωμάτιο]] [[είναι]] [[ακόμη]] μεγαλύτερο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>ἀκομὴ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>ἀκμὴν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκμὴ</i><br />το -<i>ο</i>- της λ. <i>ἀκόμη</i> αναπτύχθηκε αναλογικά [[προς]] τα συγγενή σημασιολογικά επιρρ. [[τότε]], <i>όταν</i>, [[πότε]] κ.λπ., [[καθώς]] και [[προς]] τα αντωνυμικά επίθ. [[πόσος]], [[τόσος]] κ.λπ., με τα οποία η λ. [[συνήθως]] συνεκφέρεται. Ο [[αναβιβασμός]] του τόνου στο επίρρ. <i>ἀκόμη</i> οφείλεται [[επίσης]] σε αναλογική [[επίδραση]] τών [[παραπάνω]] λέξεων. Η κατάλ. -<i>α</i> του επιρρ. [[κατά]] τα [[πολλά]] σε -<i>α</i> επίρρ. της νεοελλ.]. | |mltxt=και [[ακόμα]] <b>επίρρ.</b>(Μ [[ἀκόμη]])<br />Α. ([[χρονικό]])<br /><b>1.</b> ([[χωρίς]] [[άρνηση]]) α) έως [[τώρα]]<br />«το [[μωρό]] κοιμάται [[ακόμη]]» <br />β) [[μόλις]], [[πριν]] από λίγο<br />«[[ακόμη]] [[προχθές]] είχες [[άλλη]] [[γνώμη]]»<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) α) όχι έως [[τώρα]]<br />«δεν έχω διαβάσει [[ακόμη]]» <br />β) [[πριν]], [[προτού]] να<br />«[[ακόμη]] δεν μεγάλωσες και θέλεις [[αυτοκίνητο]];» <br />Β. (ποσοτικό) [[επιπλέον]], περισσότερο<br />«[[βάλε]] [[ακόμη]] [[ζάχαρη]] στον [[καφέ]]» <br />Γ. (επιτατικό) ([[πριν]] από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) πιο, περισσότερο<br />«το δικό του [[δωμάτιο]] [[είναι]] [[ακόμη]] μεγαλύτερο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>ἀκομὴ</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>ἀκμὴν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκμὴ</i><br />το -<i>ο</i>- της λ. <i>ἀκόμη</i> αναπτύχθηκε αναλογικά [[προς]] τα συγγενή σημασιολογικά επιρρ. [[τότε]], <i>όταν</i>, [[πότε]] κ.λπ., [[καθώς]] και [[προς]] τα αντωνυμικά επίθ. [[πόσος]], [[τόσος]] κ.λπ., με τα οποία η λ. [[συνήθως]] συνεκφέρεται. Ο [[αναβιβασμός]] του τόνου στο επίρρ. <i>ἀκόμη</i> οφείλεται [[επίσης]] σε αναλογική [[επίδραση]] τών [[παραπάνω]] λέξεων. Η κατάλ. -<i>α</i> του επιρρ. [[κατά]] τα [[πολλά]] σε -<i>α</i> επίρρ. της νεοελλ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 1 March 2022
Greek Monolingual
και ακόμα επίρρ.(Μ ἀκόμη)
Α. (χρονικό)
1. (χωρίς άρνηση) α) έως τώρα
«το μωρό κοιμάται ακόμη»
β) μόλις, πριν από λίγο
«ακόμη προχθές είχες άλλη γνώμη»
2. (με άρνηση) α) όχι έως τώρα
«δεν έχω διαβάσει ακόμη»
β) πριν, προτού να
«ακόμη δεν μεγάλωσες και θέλεις αυτοκίνητο;»
Β. (ποσοτικό) επιπλέον, περισσότερο
«βάλε ακόμη ζάχαρη στον καφέ»
Γ. (επιτατικό) (πριν από συγκρ. επίθ. ή επίρρ.) πιο, περισσότερο
«το δικό του δωμάτιο είναι ακόμη μεγαλύτερο».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀκομὴ < αρχ. ἀκμὴν < ἀκμὴ
το -ο- της λ. ἀκόμη αναπτύχθηκε αναλογικά προς τα συγγενή σημασιολογικά επιρρ. τότε, όταν, πότε κ.λπ., καθώς και προς τα αντωνυμικά επίθ. πόσος, τόσος κ.λπ., με τα οποία η λ. συνήθως συνεκφέρεται. Ο αναβιβασμός του τόνου στο επίρρ. ἀκόμη οφείλεται επίσης σε αναλογική επίδραση τών παραπάνω λέξεων. Η κατάλ. -α του επιρρ. κατά τα πολλά σε -α επίρρ. της νεοελλ.].