ευφυής: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[αντίληψη]], [[μεγάλη]] πνευματική [[ικανότητα]], [[εύστροφος]], [[έξυπνος]] («η [[σκέψη]] του ήταν ευφυέστατη»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ταιριαστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[διάπλαση]], καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («[[πόδας]] εὐφυεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) καλά ή [[κατάλληλα]] σχηματισμένος, καλοκατασκευασμένος, [[χαριτωμένος]] («πρῶτον εὐκύκλου χορείας εὐφυᾱ στῆσαι βάσιν» — κατ' αρχάς θα χορέψουν σε [[ωραίο]] κύκλο με κατάλληλο, χαριτωμένο βηματισμό, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει καλή [[προδιάθεση]], που αρμόζει από τη [[φύση]] του σε [[κάτι]], [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[οὕτως]] ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ [[πρός]] τι [[εἶναι]], τὸν δὲ ἀφυῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]] ή χρόνο) [[ευνοϊκός]], [[κατάλληλος]] (α. «εὐφυέστατος δὲ τῶν τόπων ὁ [[μέσος]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «νομίσας ἔχειν εὐφυῆ καιρὸν πρὸς σωτηρίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (κατ' ευφ.) [[προικισμένος]] με οξύ νου, [[οξύνους]], [[εφευρετικός]] («καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὕς νῦν εὐφυεῑς προσαγορεύουσιν, ἐκεῖνοι δυστυχεῑς ἐνόμιζον», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> αυτός που έχει μεγάλες πνευματικές ικανότητες, [[ιδιοφυής]] ή [[μεγαλοφυής]] ( | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[αντίληψη]], [[μεγάλη]] πνευματική [[ικανότητα]], [[εύστροφος]], [[έξυπνος]] («η [[σκέψη]] του ήταν ευφυέστατη»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ταιριαστός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[διάπλαση]], καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («[[πόδας]] εὐφυεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) καλά ή [[κατάλληλα]] σχηματισμένος, καλοκατασκευασμένος, [[χαριτωμένος]] («πρῶτον εὐκύκλου χορείας εὐφυᾱ στῆσαι βάσιν» — κατ' αρχάς θα χορέψουν σε [[ωραίο]] κύκλο με κατάλληλο, χαριτωμένο βηματισμό, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει καλή [[προδιάθεση]], που αρμόζει από τη [[φύση]] του σε [[κάτι]], [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[οὕτως]] ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ [[πρός]] τι [[εἶναι]], τὸν δὲ ἀφυῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[τόπο]] ή χρόνο) [[ευνοϊκός]], [[κατάλληλος]] (α. «εὐφυέστατος δὲ τῶν τόπων ὁ [[μέσος]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «νομίσας ἔχειν εὐφυῆ καιρὸν πρὸς σωτηρίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> (κατ' ευφ.) [[προικισμένος]] με οξύ νου, [[οξύνους]], [[εφευρετικός]] («καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὕς νῦν εὐφυεῑς προσαγορεύουσιν, ἐκεῖνοι δυστυχεῑς ἐνόμιζον», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> αυτός που έχει μεγάλες πνευματικές ικανότητες, [[ιδιοφυής]] ή [[μεγαλοφυής]] («εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ», <b>Αριστοτ.</b>). Επιρρ. <i>ευφυώς</i> (ΑΜ εὐφυῶς)<br />έξυπνα, [[κατάλληλα]], [[επιδέξια]] (α. «απάντησε ευφυώς» β. «τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυναμένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αρμόδια, [[κατάλληλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλα]], ευνοϊκά («εὐφυώς [[κείμενα]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i> ή [[φύος]] <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]] «[[γίνομαι]] [[μεγάλος]], [[προκόβω]], [[προοδεύω]]»), [[πρβλ]]. [[αυτοφυής]], [[ιδιοφυής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐφυής, -ές)
αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη»)
μσν.
ταιριαστός
αρχ.
1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)
2. (για πράγματα) καλά ή κατάλληλα σχηματισμένος, καλοκατασκευασμένος, χαριτωμένος («πρῶτον εὐκύκλου χορείας εὐφυᾱ στῆσαι βάσιν» — κατ' αρχάς θα χορέψουν σε ωραίο κύκλο με κατάλληλο, χαριτωμένο βηματισμό, Αριστοφ.)
3. αυτός που έχει καλή προδιάθεση, που αρμόζει από τη φύση του σε κάτι, κατάλληλος για κάτι («οὕτως ἔλεγες τὸν μὲν εὐφυῆ πρός τι εἶναι, τὸν δὲ ἀφυῆ», Πλάτ.)
4. (για τόπο ή χρόνο) ευνοϊκός, κατάλληλος (α. «εὐφυέστατος δὲ τῶν τόπων ὁ μέσος», Αριστοτ.
β. «νομίσας ἔχειν εὐφυῆ καιρὸν πρὸς σωτηρίαν», Πολ.)
5. (κατ' ευφ.) προικισμένος με οξύ νου, οξύνους, εφευρετικός («καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὕς νῦν εὐφυεῑς προσαγορεύουσιν, ἐκεῖνοι δυστυχεῑς ἐνόμιζον», Ισοκρ.)
6. αυτός που έχει μεγάλες πνευματικές ικανότητες, ιδιοφυής ή μεγαλοφυής («εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ», Αριστοτ.). Επιρρ. ευφυώς (ΑΜ εὐφυῶς)
έξυπνα, κατάλληλα, επιδέξια (α. «απάντησε ευφυώς» β. «τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυναμένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
αρμόδια, κατάλληλα
αρχ.
(για τόπο) κατάλληλα, ευνοϊκά («εὐφυώς κείμενα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φυής (< φυή ή φύος < φύομαι «γίνομαι μεγάλος, προκόβω, προοδεύω»), πρβλ. αυτοφυής, ιδιοφυής].