Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρόχυσις: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[προχέω]]<br /><b>1.</b> ροή [[προς]] τα [[εμπρός]], [[έκχυση]] («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκέντρωση]] ιλύος, λάσπης, [[έδαφος]] που σχηματίστηκε από [[πρόσχωση]] (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῦ ποταμοῡ», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[πρόχυσις]] ἰλυόεσσα», Οππ.)<br /><b>3.</b> [[έκκριση]] [[ιδρώτα]] («ἡ δι' ὅλου τοῦ σώματος ἐν ἱδρῶτι [[πρόχυσις]]», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ξέσπασμα]], [[έκρηξη]] («[[πρόχυσις]] τῶν παθῶν», Λογγίν.).
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[προχέω]]<br /><b>1.</b> ροή [[προς]] τα [[εμπρός]], [[έκχυση]] («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συγκέντρωση]] ιλύος, λάσπης, [[έδαφος]] που σχηματίστηκε από [[πρόσχωση]] (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῦ ποταμοῦ», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[πρόχυσις]] ἰλυόεσσα», Οππ.)<br /><b>3.</b> [[έκκριση]] [[ιδρώτα]] («ἡ δι' ὅλου τοῦ σώματος ἐν ἱδρῶτι [[πρόχυσις]]», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ξέσπασμα]], [[έκρηξη]] («[[πρόχυσις]] τῶν παθῶν», Λογγίν.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:20, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόχῠσις Medium diacritics: πρόχυσις Low diacritics: πρόχυσις Capitals: ΠΡΟΧΥΣΙΣ
Transliteration A: próchysis Transliteration B: prochysis Transliteration C: prochysis Beta Code: pro/xusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A pouring out, οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο,= προέχεε, Hdt.1.160. II π. τῆς γῆς deposition of mud by water, alluvial soil, Id.2.5; π. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ ib.12, cf. A.R.2.964; Ἀσσυρίης π. χθονός D.P.772; π. ἰλυόεσσα Opp.H.1.116. 2 of sweat, ἡ δι' ὅλου τοῦ σώματος ἐν ἱδρῶτι π. Ph.1.29. III metaph., pouring forth, τῶν παθῶν Longin.9.13, cf. Dam.Pr.84.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, das Ausgießen, auch von trockenen Dingen, Hinschütten; = οὐλοχύται, Her. 1, 160; τῆς γῆς, das Anspülen, Anschlämmen der Erde durch einen Fluß, 2, 5. 12, wie πρόχυσις ἰλυόεσσα Opp. Hal. 1, 116; D. Per. 772.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχῠσις: ἡ, (προχέω), ἔκχυσις, πρ. τῆς γῆς, κατάθεσις ἰλύος ἐκ τοῦ ὕδατος, γῆ σχηματισθεῖσα ἐκ προσχώσεως, Λατ. alluvies, Ἡρόδ. 2, 5· πρ. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ αὐτόθι 12· πρ. ἰλυόεσσα Ὀππ. Ἁλ. 1. 116· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 160, οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), τὸ πρόχυσιν ἐποιέετο, δέον νὰ ληφθῇ ὡς ἁπλοῦν ῥῆμα, = προέχεε· ― ἐν τοῖς Κλημεντίοις 108Α πρόχυσις = λοιβή, σπονδή. ΙΙ. μεταφ., ἔκχυσις, ἐξόρμησις, τῶν παθῶν Λογγῖν. 9. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de verser ; alluvion.
Étymologie: προχέω.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α προχέω
1. ροή προς τα εμπρός, έκχυση («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», Ηρόδ.)
2. συγκέντρωση ιλύος, λάσπης, έδαφος που σχηματίστηκε από πρόσχωση (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῦ ποταμοῦ», Ηρόδ.
β. «πρόχυσις ἰλυόεσσα», Οππ.)
3. έκκριση ιδρώτα («ἡ δι' ὅλου τοῦ σώματος ἐν ἱδρῶτι πρόχυσις», Φίλ.)
4. μτφ. ξέσπασμα, έκρηξηπρόχυσις τῶν παθῶν», Λογγίν.).

Greek Monotonic

πρόχῠσις: ἡ (προχέω), έκχυση, πρόχυσις τῆς γῆς, απόθεση λάσπης από ποταμό, Λατ. alluvies, σε Ηρόδ.· οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (πρβλ. το επόμ.), το πρόχυσιν ἐποιέετο, πρέπει να λαμβάνεται ως απλό ρήμα = προέχεε, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόχῠσις: εως ἡ
1) нанесение: π. τῆς γῆς Her. наносная земля, нанос;
2) насыпание: πρόχυσιν ποιεῖν Her. насыпать, посыпать.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόχυσις -εως, ἡ [προχέω] het uitgieten. aanslibbing:. π. τῆς γῆς aangeslibd land Hdt. 2.5.2.

Middle Liddell

πρόχῠσις, εως, προχέω
a pouring out, πρ. τῆς γῆς a deposition of mud by a river, Lat. alluvies, Hdt.: —in οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (cf. προχύται), πρόχυσιν ἐποιέετο must be taken as a simple Verb = προέχεε, Hdt.