ἀτερπής: Difference between revisions
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀτερφ- <i>SEG</i> 18.663 (Antinoópolis, crist.)<br /><b class="num">1</b> [[desagradable]], [[acerbo]] de valores neg. λιμός <i>Il</i>.19.354, Hes.<i>Op</i>.647, ἀτερπέα δαῖτα <i>Od</i>.10.124, νούσων δ' ἐσμὸς ... ἀ. el desagradable enjambre de las enfermedades</i> A.<i>Supp</i>.685, cf. Ph.1.396, [[γῆρας]] Mosch.4.114, μόθος Nonn.<i>D</i>.17.315<br /><b class="num">•</b>gener. εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον, τὰ ἐπιτερπέστατα ἀτερπέστατα ἂν γίγνοιτο Democr.B 233, cf. Plu.2.342d, Demetr.<i>Eloc</i>.134, διὰ τὸ τοῖς πολλοῖς ἀτερπές, ὡς γεωμετρίας Aristid.Quint.2.27<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀτερπῆ [[los disgustos]], <i>SEG</i> l.c.<br /><b class="num">•</b>de lugares [[desagradable]], [[desapacible]], [[incómodo]] χῶρος <i>Od</i>.7.279, 11.94, cf. A.<i>Pr</i>.31, ἐν ἀτερπέι δούρατι (duermes) en una incómoda tabla</i> Simon.38.10<br /><b class="num">•</b>de sonidos, palabras, sensaciones [[desagradable]] λόγοι E.<i>El</i>.293, ἀτερπέστερον ἐς ἀκρόασιν Th.1.22, ἦχοι Phld.<i>Po</i>.A 23.22, cf. <i>Mus</i>.p.82v.K., Demetr.<i>Eloc</i>.303<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἀτερπὲς θεᾶσθαι X.<i>Oec</i>.8.3<br /><b class="num">•</b>de pers., Plu.<i>Cor</i>.25, cf. Nonn.<i>D</i>.7.16.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀτερπῶς]] = [[desagradablemente]] [[ζῆν]] Plu.2.1100d, οὐκ [[ἀτερπῶς]] ἱστορείσθω Gal.14.237. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀτερφ- <i>SEG</i> 18.663 (Antinoópolis, crist.)<br /><b class="num">1</b> [[desagradable]], [[acerbo]] de valores neg. λιμός <i>Il</i>.19.354, Hes.<i>Op</i>.647, ἀτερπέα δαῖτα <i>Od</i>.10.124, νούσων δ' ἐσμὸς ... ἀ. el desagradable enjambre de las enfermedades</i> A.<i>Supp</i>.685, cf. Ph.1.396, [[γῆρας]] Mosch.4.114, μόθος Nonn.<i>D</i>.17.315<br /><b class="num">•</b>gener. εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον, τὰ ἐπιτερπέστατα ἀτερπέστατα ἂν γίγνοιτο Democr.B 233, cf. Plu.2.342d, Demetr.<i>Eloc</i>.134, διὰ τὸ τοῖς πολλοῖς ἀτερπές, ὡς γεωμετρίας Aristid.Quint.2.27<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀτερπῆ [[los disgustos]], <i>SEG</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">•</b>de lugares [[desagradable]], [[desapacible]], [[incómodo]] χῶρος <i>Od</i>.7.279, 11.94, cf. A.<i>Pr</i>.31, ἐν ἀτερπέι δούρατι (duermes) en una incómoda tabla</i> Simon.38.10<br /><b class="num">•</b>de sonidos, palabras, sensaciones [[desagradable]] λόγοι E.<i>El</i>.293, ἀτερπέστερον ἐς ἀκρόασιν Th.1.22, ἦχοι Phld.<i>Po</i>.A 23.22, cf. <i>Mus</i>.p.82v.K., Demetr.<i>Eloc</i>.303<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἀτερπὲς θεᾶσθαι X.<i>Oec</i>.8.3<br /><b class="num">•</b>de pers., Plu.<i>Cor</i>.25, cf. Nonn.<i>D</i>.7.16.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀτερπῶς]] = [[desagradablemente]] [[ζῆν]] Plu.2.1100d, οὐκ [[ἀτερπῶς]] ἱστορείσθω Gal.14.237. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:40, 15 August 2022
English (LSJ)
ές, unpleasing, joyless, λιμός Il.19.354; of the nether world, νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον Od.11.94, etc.; πέτρῃς . . καὶ ἀτερπέῑ χώρῳ, of a rocky shore, 7.279; νούσων ἑσμός A.Supp.685 (lyr.), cf.Pr. 31, Simon.37.6; λόγοι E.El.293; γῆρας Mosch.4.114; ἀτερπέστερον ἐς ἀκρόασιν less attractive to the ear, Th.1.22; ἦχοι ἀτερπεῖς, opp. ἦχοι ἐπιτερπεῖς, Phld.Po.994.23, cf. Mus.p.82 K.; εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον τὰ ἐπιτερπέστατα ἀτερπέστατα ἂν γίγνοιτο Democr.233, cf. Ph.1.396 (Sup.); of persons, ἀ. καὶ κακὸς ὀρχηστής Plu.Cor.25. Adv. ἀτερπῶς, οὐκ ἀτερπῶς ἱστορείσθω Gal.14.237; but ἀτερπῶς ζῆν = live without enjoyment, Plu.2.1100d.
German (Pape)
[Seite 385] ές, 1) unerfreulich, traurig, λιμός Il. 19, 354; χῶρος Od. 11, 94, u. öfter; πέτρα Aesch. Prom. 31; λόγοι Eur. El. 293; ἐς ἀκρόασιν, fürs Gehör, Thuc. 1, 22; θεᾶσθαι Xen. Oec. 8, 3. – 2) sich einer Sache nicht freuend, κράτους Aesch. Suppl. 668.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτερπής: -ές, ὁ μὴ παρέχων τέρψιν, λιμός, Ἰλ. Τ. 354· περὶ τοῦ κάτω κόσμου, νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον Ὀδ. Λ. 94, κτλ.· πέτρῃς πρὸς μεγάλῃσι βαλὸν καὶ ἀτερπέϊ χώρῳ Η. 279· πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 31, Σιμων. 44. 6· οὕτω, λόγοι Εὐρ. Ἠλ. 293· γῆρας Μόσχ. 4. 114· ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν, ἧττον τερπνὸν εἰς τὸ οὖς, Θουκ. 1. 22. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ αἰσθανόμενος ἀπόλαυσιν ἐκ πράγματός τινος, ὁ μὴ τερπόμενος ἐξ αὐτοῦ, μετὰ γεν., κράτους Αἰσχύλ. Ἱκ. 685.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non réjouissant, triste, funeste;
2 qui ne se réjouit pas de, gén;
Cp. ἀτερπέστερος, Sp. ἀτερπέστατος.
Étymologie: ἀ, τέρπω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ές
• Grafía: graf. ἀτερφ- SEG 18.663 (Antinoópolis, crist.)
1 desagradable, acerbo de valores neg. λιμός Il.19.354, Hes.Op.647, ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124, νούσων δ' ἐσμὸς ... ἀ. el desagradable enjambre de las enfermedades A.Supp.685, cf. Ph.1.396, γῆρας Mosch.4.114, μόθος Nonn.D.17.315
•gener. εἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον, τὰ ἐπιτερπέστατα ἀτερπέστατα ἂν γίγνοιτο Democr.B 233, cf. Plu.2.342d, Demetr.Eloc.134, διὰ τὸ τοῖς πολλοῖς ἀτερπές, ὡς γεωμετρίας Aristid.Quint.2.27
•subst. τὰ ἀτερπῆ los disgustos, SEG l.c.
•de lugares desagradable, desapacible, incómodo χῶρος Od.7.279, 11.94, cf. A.Pr.31, ἐν ἀτερπέι δούρατι (duermes) en una incómoda tabla Simon.38.10
•de sonidos, palabras, sensaciones desagradable λόγοι E.El.293, ἀτερπέστερον ἐς ἀκρόασιν Th.1.22, ἦχοι Phld.Po.A 23.22, cf. Mus.p.82v.K., Demetr.Eloc.303
•c. inf. ἀτερπὲς θεᾶσθαι X.Oec.8.3
•de pers., Plu.Cor.25, cf. Nonn.D.7.16.
2 adv. ἀτερπῶς = desagradablemente ζῆν Plu.2.1100d, οὐκ ἀτερπῶς ἱστορείσθω Gal.14.237.
Greek Monolingual
ἀτερπής, -ές και ἄτερπος, -ον (Α) τέρπω
1. αυτός που δεν παρέχει τέρψη, ο δυσάρεστος
2. όποιος δεν απολαμβάνει κάτι ή δεν ευχαριστιέται με κάτι.
Greek Monotonic
ἀτερπής: -ές (τέρπω), δυσάρεστος, θλιμμένος, μελαγχολικός, σε Όμηρ., Αισχύλ.· ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν, λιγότερο ελκυστικό στα αυτιά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτερπής:
1) безрадостный, печальный (χῶρος Hom.; πέτρα Aesch.; λόγοι Eur.);
2) неприятный (ἐς ἀκρόασιν Thuc.; θεᾶσθαι Xen.; ὀρχηστής Plut.);
3) мучительный, жестокий (λιμός Hom.; νούσων ἑσμός Aesch.).
Middle Liddell
τέρπω
unpleasing, joyless, melancholy, Hom., Aesch.; ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν less attractive to the ear, Thuc.