πλησίος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλησίος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> сосед Her., Arph.: ἰδὼν ἐς [[πλησίον]] ἄλλον Hom. глядя друг на друга;<br /><b class="num">2)</b> ближний (ἀγαπήσεις τὸν [[πλησίον]] [[σου]] ὡς σεαυτόν NT).<br />близкий, близко находящийся: πλησίοι [[ἀλλήλων]] и ἀλλήλοισι Hom. рядом друг с другом; παρούσης τῆσδε πλησίας [[ἐμοί]] Soph. когда она находится в моем присутствии.
|elrutext='''πλησίος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[сосед]] Her., Arph.: ἰδὼν ἐς [[πλησίον]] ἄλλον Hom. глядя друг на друга;<br /><b class="num">2)</b> [[ближний]] (ἀγαπήσεις τὸν [[πλησίον]] [[σου]] ὡς σεαυτόν NT).<br />близкий, близко находящийся: πλησίοι [[ἀλλήλων]] и ἀλλήλοισι Hom. рядом друг с другом; παρούσης τῆσδε πλησίας [[ἐμοί]] Soph. когда она находится в моем присутствии.
}}
}}

Revision as of 13:00, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησίος Medium diacritics: πλησίος Low diacritics: πλησίος Capitals: ΠΛΗΣΙΟΣ
Transliteration A: plēsíos Transliteration B: plēsios Transliteration C: plisios Beta Code: plhsi/os

English (LSJ)

α, ον, Boeotian πλατίος Rev.Ét.Gr. 10.29 (Thespiae); (< πέλας, πελάζω): — near, close to, c. gen., πλησίοι ἀλλήλων v.l. in Il. 6.249; πλησίαι ἀλλήλων Od. 5.71. c. dat., πλησίοι ἀλλήλοισι Il. 23.732, cf. Od. 2.149, S. Ant. 761. abs., near, neighbouring, πλησίαι αἵ γ' ἥσθην Il. 4.21; dub.l. in A. Eu. 195; οἱ π. γύαι S. OC 58; τῶν πλησίων ἱερῶν OGI 736.5 (Egypt); Subst., neighbour, ἰδὼν ἐς π. ἄλλον Il. 2.271, etc.; οἱ π. Hdt. 7.152, Ar. Lys. 471, etc. Adv. πλησίον, Aeolic πλάσιον [α] Sappho 2.3, Supp. 6.1; Doric πλατίον; = πέλας, near, hard by, c. gen., τὰ μὲν κατέθεντ' ἐπὶ γαίῃ π. ἀλλήλων Il. 3.115, cf. Od. 14.14; Σωφροσύνας πλατίον οἰκεῖ Epich. 101, cf. IG4²(1).123.15 (Epid., iv BC); κεῖται στενωποῦ π. A. Pr. 366; στῆθι π. πατρός S. Tr. 1076; στρατοπεδεύεσθαι π. τινῶν Hdt. 4.111; ὁρῶ δέ σ' ἤδη τοῦδε π. κακοῦ E. Hipp. 1439; π. παρῆσθα κινδύνων ἐμοί Id. Or. 1159; c. dat., σταθεῖσα τῷ τεκόντι π. Id. IA 1551; τοῖς πολεμίοις π. προσέρχομαι Plu. 2.234d. with the Art., ὁ πλησίον (sc. ὤν) one's neighbour, Thgn. 221, 611, E. Hec. 996 (pl.), Antipho Soph. 58, Arist. Pol. 1267a25, etc.; ὁ π. καὶ ὁ γείτων Pl. Tht. 174b; τοὺς μάλιστα π. ἑαυτῶν Id. Ap. 25d; Doric, ὁ πλατίον Theoc. 5.28, 10.3; with Substs., ταῖς π. κλίναις Pl. Prt. 315d; ὁ π. παράδεισος, αἱ π. κῶμαι, etc., X. An. 2.4.16, 3.4.9, etc. Sup. πλησιαίτατος ib. 1.10.5, 7.3.29. Comp. Adv. πλησιαιτέρω Hdt. 4.112; πλησιαίτερον X. Mem. 2.1.23; Sup. πλησιαίτατα Id. Vect. 4.46; later Comp. πλησιέστερος Simp. in Cael. 441.14. Adv. πλησιέστερον LXX 4 Ma. 12.3, Them. Or. 1.12a. — The Adj. is poet. and Ionic; in Attic Prose only the Adv. is found.

Middle Liddell

πλησίος, η, ον πέλας
I. near, close to, c. gen. or dat., πλησίοι ἀλλήλων or ἀλλήλοισι Hom.:—absol. near, neighbouring, neighboring, Il., Aesch., etc.:—as substantive a neighbour, ἰδὼν ἐς πλ. ἄλλον Il., etc.
II. adv. πλησίον, doric πλᾱτίον, = πέλας, near, nigh, hard by, c. gen., Hom., Hdt., etc.; c. dat., Eur.
2. with the Art., ὁ πλησίον (sc. ὤν) one's neighbour, Theogn., Eur., etc.; so in Doric, ὁ πλατίον Theocr.:—also, with Substs., ὁ πλ. παράδεισος Xen.
III. comp. πλησιαίτερος, Sup. πλησιαίτατος, Xen.—comp. adv. πλησιαιτέρω, Hdt.; πλησιαίτερον, Xen.; Sup. πλησιαίτατα, Xen.

German (Pape)

[Seite 635] (mit πέλας, πελάζω zusammenhangend), nahe; Hom. τινός, Il. 6, 249 Od. 5, 71, u. τινί, Il. 23, 732 Od. 2, 149; als subst. der Nächste, Nachbar; oft bei Hom. ὧδε δέ τις εἴπε κεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον. – Selten bei den Attikern: χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε πλησίοισι, Aesch. Eum. 186; θνήσκει πλησία τῷ νυμφίῳ, Soph. Ant. 757; παρούσης τῆσδε πλησίας ἐμοί, El. 630; πλησίους δόμους, Eur. Med. 969; πλησία σταθεῖσα, I. A. 629. – Gew. πλησίον (dor. πλατίον), adverbial u. mit dem Artikel als adj. gebraucht, κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Aesch. Prom. 364; τοῦ πλησίον παρόντος, Soph. El. 915 u. öfter; u. Eur., z. B. πλησίον παρῆσθα κινδύνων ἐμοί, Or. 1159; οἱ πλησίον, Ar. Eccl. 565; τοὺς μάλιστα πλησίον ἑαυτῶν, Plat. Apol. 25 e; οὗτος παρά σοι μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν, Phaedr. 243 e; πλησίον γὰρ ἦν τοῦ δεσμωτηρίου, Phaed. 59 d; κατὰ τῶν πλησίον πετρῶν, Phaedr. 299 c; Xen. u. Folgde immer nur die adverbiale Form. – Der compar. u. superl. ist gew. πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, Xen. An. 1, 10, 5 u. öfter, u. Folgde; πλησιαιτέρω, Her. 4, 112. Auch πλησιέστερος u. πλησιέστατος kommt vor als v.l., Xen. Mem. 2, 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πλησίος: -α, -ον, (πέλας, πελάζω) ὁ πλησίος ὤν, ὁ ἐγγὺς ὢν πρός τινα ἢ πρός τι, μετὰ γεν., πλησίοι ἀλλήλων Ἰλ. Ζ. 249, πρβλ. Ὀδ. Ε. 71. 2) μετὰ δοτ., πλησίοι ἀλλήλοισι Ἰλ. Ψ. 732, πρβλ. Ὀδ. Β. 149, Σοφ. Ἀντ. 761. 3) ἀπολ., ὁ πλησίον κείμενος, γειτνιάζων, πλησίαι αἵ γ’ ἤσθην Ἰλ. Δ. 21, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 195, Σοφ. Ο. Κ. 58, κτλ.· ― ὡς οὐσιαστ., γείτων, ἰδὼν ἐς πλ. ἄλλον Ἰλ. Β. 271, κτλ.· οἱ πλ. Ἡρόδ. 7. 152, Ἀριστοφ. Λυσ. 471, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ., πλησίον, Δωρ. πλᾱτίον = πέλας, ἐγγύς, πλησίον, ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., τὰ μὲν κατέθεντ’ ἐπὶ γαίῃ πλ. ἀλλήλων Ἰλ. Γ. 115, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 14· κεῖται στενωποῦ πλ. Αἰσχύλ. Πρ. 364· στῆθι πλ. πατρὸς Σοφ. Τρ. 1076· στρατοπεδεύεσθαι πλ. τινὸς Ἡρόδ. 4. 111, κτλ.·― ὡσαύτως μετὰ δοτ., σταθεῖσα τῷ τεκόντι πλ. Εὐρ. Ι. Α. 1551· πλ. προσέρχεσθαί τινι Πλούτ. 2. 234D· ὡσαύτως, πλ. πάρησθα κινδύνων ἐμοὶ Εὐρ. Ὀρ. 1159, πρβλ. Ἱππ. 1439. 2) μετὰ τοῦ ἄρθρ., ὁ πλησίον (ἐξυπ. ὤν), ὁ γείτων τινός, Θέογν. 221, 611, Εὐρ. Ἑκ. 996, Πλάτ., κτλ.· οὕτως, ἐν τῇ Δωρ. ὁ πλᾱτίον Θεόκρ. 5. 28., 10. 3· ― ὡσαύτως μετ’ οὐσιαστ., ἐν ταῖς πλ. κλίναις Πλάτ. Πρωτ. 315D· ὁ πλ. παράδεισος, αἱ πλ. κῶμαι, κτλ., Ξεν. Ἀν. 2. 4, 16, κτλ. ΙΙΙ. Συγκρ. πλησιαίτερος, ὑπερθ. -αίτατος, αὐτόθι 1. 10, 5., 7. 3, 29. ― Συγκρ. ἐπίρρ. πλησιαιτέρω, Ἡρόδ. 4. 112· -αίτερον, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 23· ὑπερθ. -αίτατα, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 46. ― Τύποι εἰς -έστερος, -ώτερος, ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν. καὶ εἰσήχθησαν ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰς τὰ ἀντίγραφα τοῦ Ξεν., οἷον Ἀπομν. 2. 1, 23. ― Τὸ ἐπίθ. εἶναι ποιητ. καὶ Ἰων.· παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ. μόνον τὸ ἐπίρρ. εὑρίσκεται.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 adj. proche, voisin de, gén. ou dat. ; abs.πλησίος, le plus proche, le voisin ; οἱ πλησίοι, les voisins (Cp. πλησιαίτερος, Sp. πλησιαίτατος);
2 adv. • πλησίον, près, proche : αἱ πλησίον κῶμαι XÉN les villages voisins ; abs.πλησίον (s.e. ὤν) XÉN celui qui est le plus proche, le voisin, autrui ; οἱ πλησίον ATT les proches (parents ou amis) ; avec le gén. ou le dat. : près de, auprès de (Cp. πλησιαιτέρω, et πλησιαίτερον ; Sp. πλησιαίτατα).
Étymologie: πέλας.

English (Autenrieth)

(πέλας): near, neighboring to, τινός, sometimes τινί, Od. 2.149; as subst., neighbor, Il. 2.271, Od. 10.35.—Adv., πλησίον, near, hard by.

Greek Monolingual

-ία, -ίον και δωρ. τ. πλάσιος, -ία, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι
2. γειτονικός
3. το αρσ. ως ουσ.πλησίος
γείτονας
4. (το ουδ. ως επίρρ.) πλησίον
βλ. πλησίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλησίος (< πλᾱτ-ιος με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-, πρβλ. δημόσιος < δημότιος < δημότης) έχει σχηματιστεί από θ. πλᾱτ- (πρβλ. ἄπλᾱτ-ος, πρόσ-πλᾱτ-ος, πλᾱτ-ός), το οποίο ανάγεται στη ρίζα πελᾱ-/ πλᾱ- του επιρρ. πέλας, με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο (πρβλ. πλή-ν)].

Greek Monotonic

πλησίος: -α, -ον (πέλας),·
I. αυτός που βρίσκεται κοντά, εγγύς σε κάτι, με γεν. ή δοτ., πλησίοι ἀλλήλων ή ἀλλήλοισι, σε Όμηρ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται δίπλα, γειτονικός, ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. 1. επίρρ., πλησίον, Δωρ. πλᾱτίον = πέλας, κοντά, εγγύς, πλησίον, με γεν., σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ευρ.
2. με το άρθρο, ὁ πλησίον (ενν. ὤν), ο γείτονας κάποιου, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στη Δωρ., ὁ πλᾱτίον, σε Θεόκρ.· επίσης με ουσ., ὁ πλησίον παράδεισος, σε Ξεν.
III. συγκρ. πλησιαίτερος, υπερθ. -αίτατος, στον ίδ.· συγκρ. επίρρ. πλησιαιτέρω, σε Ηρόδ.· -αίτερον, σε Ξεν.· υπερθ. -αίτατα, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλησίος -α -ον [~ πέλας] Aeol. adv. πλᾱσιον, Dor. adv. πλᾱτίον; comp. πλησιαίτερος en later -πλησιέστερος; adv. πλησιαίτερον, Ion. -αιτέρω, later -έστερον; superl. πλησιαίτατος; comp. adv. πλησιαίτατα dichtbij, in de buurt (van); met gen. of dat.; met παρά + acc..; οἱ δὲ παρ ’ αὐτὸν πλησίοι ἔστησαν zij gingen dicht naast hem staan Il. 11.593; subst. plur. (οἱ) πλησίοι mensen in de buurt, buren. n. adv. πλησίον dichtbij, in de buurt (van), (er)naast;; πλησίον ἦν ὁ σταθμός de halteplaats was dichtbij Xen. An. 1.8.1; met gen..; στῆθι πλησίον πατρός ga dichtbij je vader staan Soph. Tr. 1076; met dat..; ἔστρωσεν εὐχὴν πλησίον πυρὸς φλογί hij spreidde een bed dichtbij de gloed van het vuur Eur. Cycl. 387; attr..; αἱ πλησίον κλίναι de bedden ernaast Plat. Prot. 315d; subst. ὁ πλησίον de naaste, buurman.

Russian (Dvoretsky)

πλησίος: II
1) сосед Her., Arph.: ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον Hom. глядя друг на друга;
2) ближний (ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν NT).
близкий, близко находящийся: πλησίοι ἀλλήλων и ἀλλήλοισι Hom. рядом друг с другом; παρούσης τῆσδε πλησίας ἐμοί Soph. когда она находится в моем присутствии.