Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προαγωγή: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "<b class="b2">Cat. Cod.Astr</b>" to "''Cat. Cod.Astr''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προᾰγωγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> высокое звание, высокая должность (ἀξίαι καὶ προαγωγαί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ход событий: ἐκ προαγωγῆς [[φίλος]] Dem. случайный, т. е. ненадежный друг.
|elrutext='''προᾰγωγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[высокое звание]], [[высокая должность]] (ἀξίαι καὶ προαγωγαί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ход событий: ἐκ προαγωγῆς [[φίλος]] Dem. случайный, т. е. ненадежный друг.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προᾰγωγή, ἡ, [[προάγω]]<br />a [[leading]] on, [[promotion]], [[rank]], [[eminence]], Polyb.
|mdlsjtxt=προᾰγωγή, ἡ, [[προάγω]]<br />a [[leading]] on, [[promotion]], [[rank]], [[eminence]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 16:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγή Medium diacritics: προαγωγή Low diacritics: προαγωγή Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΗ
Transliteration A: proagōgḗ Transliteration B: proagōgē Transliteration C: proagogi Beta Code: proagwgh/

English (LSJ)

ἡ, A leading on, promotion, Posidon.36J., Arch.Pap.6.18; rank, eminence, Plb.6.8.4 (pl.), 15.34.5; ἡ χιλιάρχων τάξις καὶ π. D.S.18.48; προαγωγῆς τυχεῖν ἐν τῇ αὐλῇ Arr.Epict.4.13.14, cf. Plu.2.466c(pl.), Cat. Cod.Astr.2.198 (pl.); ἐν π. τινὰ ποιεῖσθαι promote him, J.AJ15.1.1: metaph., ὁ θεωρητικὸς βίος π. ἀγῶνος τελειοτέρου Ph.1.551, cf. 2.42. II progress, prosperity, OGI223.9 (Erythrae, iii B.C.). III preference, Stoic.3.35.

German (Pape)

[Seite 705] ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; Pol. 6, 8, 4. 15, 37, 5 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.; – ἐκ προαγωγῆς φίλος, nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit giebt, bald Freund, bald Feind ist, Dem. 23, 174, wo er selbst hinzusetzt ὅπως ἂν ὑμᾶς δύνασθαι νομίσῃ, οὕτω πρὸς ὑμᾶς εὐνοίας ἔχοντα; Harpocr. erkl. ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην καὶ οὐκ ἐκ φύσεως οὐδὲ ἁπλοϊκῶς.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγή: ἡ, (προάγω) ὡς καὶ νῦν, μεγίστης τυχὼν προαγωγῆς Ἀθήν. 212Α· ὑψηλὴ πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ θέσις, τεθραμμένοι δ’ ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς Πολύβ. 6. 8, 4., 15. 34, 5, Διόδ., κλπ.· ἐν προαγωγῇ τούτους ἐποιεῖτο = προῆγεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 1, 1· ― ἴδε ἐν λέξ. προσαγωγή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de pousser en avant, de promouvoir (en honneurs, en puissance, etc.).
Étymologie: προάγω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προάγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή του εκπαιδευτικού συστήματος»)
νεοελλ.
1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία, προβιβασμός («αυτόν τον καιρό μελετάται η προαγωγή αρκετών υπαλλήλων»)
2. (για μαθητές) η προώθηση σε ανώτερη τάξη
3. προαγωγεία, μαστροπεία
4. στρ. η άνοδος βαθμοφόρου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού, ή στρατιώτη στον αμέσως ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας
αρχ.
1. το να οδηγεί κανείς κάτι προς τα εμπρός
2. υψηλή πολιτική ή κοινωνική θέση («τεθραμμένοι δ' ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῑς», Πολ.)
3. ευημερία, ευδαιμονία
4. προτίμηση
5. φρ. «ἐν προαγωγῇ τινα ποιοῦμαι» — προάγω.

Greek Monotonic

προᾰγωγή: ἡ (προάγω), προαγωγή, προώθηση, προεξοχή, υψηλή θέση, αξίωμα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωγή:
1) высокое звание, высокая должность (ἀξίαι καὶ προαγωγαί Plut.);
2) ход событий: ἐκ προαγωγῆς φίλος Dem. случайный, т. е. ненадежный друг.

Middle Liddell

προᾰγωγή, ἡ, προάγω
a leading on, promotion, rank, eminence, Polyb.